Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχαλιά 2 η : θαμνώδες καλλωπιστικό φυτό με μικρά, ευωδιαστά, άσπρα ή μοβ λουλούδια, που ανθίζει την άνοιξη, την εποχή περίπου που γιορτά ζεται το Πάσχα.
[< πασχαλιά 1]