Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρτσακλός -ή -ό [partsaklós] Ε1 : (μειωτ.) για πρόσωπο που ντύνεται με τρόπο άκομψο, περίεργο και προκαλεί σχόλια ή για την αντίστοιχη συμπεριφορά: Παρτσακλό ντύσιμο / φέρσιμο. || (ως ουσ.) το παρτσακλό, για πρόσωπο.
παρτσακλά ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~. [ίσως τουρκ. parçak `κουρελιασμένο΄]