Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιο- [pa
o] & παλιό- [pa ó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & παλι- 2 [pa ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. I1α. προσδίδει μειωτική, αρνητική σημασία σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. κωλο-, βρομο-): παλιάνθρωπος, παλιόκαιρος, ~κόριτσο, παλιόπαιδο, παλιόσκυλο, παλιόσπιτο, ~σχολείο, παλιόχαρτο. β. συχνά εξυπακούεται η κακή απόδοση ή η κακή κατάσταση από την πολλή χρήση ή λειτουργία αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κάραβο, ~σίδερο, ~ψηστιέρα. γ. συχνά μειωτικά από ηθική άποψη: παλιόγερος, ~γυναίκα, ~δουλειά. 2. (συνήθ. για πρόσωπα) με θετική σημασία προσδίδει στο β' συνθετικό το στοιχείο της παλαιότητας και οικειότητας: ~παρέα, παλιόφιλος. II. αποτελεί τον προφορικό τύπο λόγιων λέξεων με α' στοιχείο παλαιο-: ~ημερολογίτης και παλαιοημερολογίτης. [I: θ. του επιθ. παλι(ός) -ο- ως α' συνθ.· ΙΙ: προσαρμογή στη δημοτ. του λόγ. παλαιο- με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]