Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοπάτριος -α -ο [omopátrios] Ε6 : για αδέλφια που έχουν τον ίδιο πατέρα όχι όμως και την ίδια μητέρα· (πρβ. ετεροθαλής).
[λόγ. < αρχ. ὁμοπάτριος]