Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μοσχο-"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοσχο- [mosxo] & μοσχ- [mosx], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & (προφ.) μοσκο- [mosko] ή μοσκ- [mosk] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β'συνθετικό: α. αναδίδει ευχάριστη μυρωδιά, μοσχομυρίζει: ~θυμίαμα, ~λούλουδο, ~σάπουνο. || για το υποκείμενο του ρήματος, όταν αναδίδει ευχάριστη μυρωδιά, ευωδιάζει: ~βολώ και μοσκοβολώ, ~μυρίζω και μοσκομυρίζω. β. περιέχει ή γίνεται με αρωματικές ουσίες: ~βούτυρο. 2. στην κοινή ονομασία φυτών ή των καρπών τους που χαρακτηρίζονται από την ευωδιά τους: ~κάρυδο, ~μολόχα, ~στάφυλο, ~χόρταρο. 3. δηλώνει ότι γίνεται με πολλή φροντίδα και προσοχή η ενέργεια που εκφράζει το ρήμα που υπάρχει ως β' συνθετικό: μοσχαναθρέφω, ~ταΐζω, ~φυλάω· μοσκαναθρεμμένος. || σε πολύ καλή, φτηνή ή ακριβή κατά την άποψη του ομιλητή, τιμή: ~αγοράζω, ~πουλώ.

[μσν. μοσχ(ο)-, μοσκ(ο)- θ. της λ. μόσχ(ος) 2, μόσκ(ος) -ο- ως α'συνθ.: μσν. μοσκο-βολώ, μοσχο-μυρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες