Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κυνικός 1 -ή -ό [kinikós] Ε1 : I. που χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη συναισθηματικής ή ηθικής ευαισθησίας, που εκδηλώνει τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις προθέσεις του χωρίς καμία προσπάθεια μετριασμού της δυσαρέσκειας που μπορεί να προκαλέσει, με πλήρη περιφρόνηση και αδιαφορία προς τους κοινά αποδεκτούς κανόνες ευπρέπειας ή ηθικής: Kυνική συμπεριφορά. Kυνική απάντηση / άρνηση. ~ άνθρωπος και ως ουσ. ο κυνικός. II. ~ φιλόσοφος και ως ουσ. ο κυνικός, αυτός που ανήκε στη φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο σωκρατικός Aντισθένης και η οποία πρέσβευε την επάνοδο του ανθρώπου στη φύση και την περιφρόνηση των κοινωνικών συμβάσεων και της ηθικής.
[λόγ.: ΙI: αρχ. κυνικός· I: σημδ. γαλλ. cynique (στη νέα σημ.) < αρχ. κυνικός]