Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντο- 2 : (λαϊκότρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια του κοντά, χρονικά ή τοπικά: ~βασίλεμα· ~χωριανός· ~ζυγώνω.
[μσν. κοντο- θ. του επιρρ. κοντ(ά) -ο- ως α' συνθ.: μσν. (παράγωγο) κοντ-εύω]