Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "θολός -ή -ό"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θολός -ή -ό [θolós] Ε1 : ANT καθαρός. 1α. για υγρό που εξαιτίας κάποιας αλλοίωσης έχει χάσει τη διαύγειά του: Tο νερό είναι θολό από τη λάσπη. Όταν τρέχει το νερό με μεγάλη πίεση, γίνεται θολό. Tο ποτάμι είναι θολό. Θολό κρασί / ξίδι / λάδι. ΦΡ ψαρεύω σε θολά νερά, προσπαθώ να αποκομίσω προσωπικά οφέλη από μια κατάσταση όπου επικρατεί σύγχυση και αβεβαιότητα. β. για στερεό που έχει χάσει τη στιλπνότητα ή τη διαφάνειά του· θαμπός1: ~ καθρέφτης. Tα τζάμια είναι θολά από τους υδρατμούς και δε βλέπω καλά έξω. || Tα μάτια μου είναι θολά, ο φακός τους είναι θολός και δε βλέπω καλά. Θολά μάτια, που έχουν χάσει την εξωτερική τους καθαρότητα και λάμψη. Θολό βλέμμα, που έχει χάσει την εκφραστικότητά του. γ. που δεν μπορούμε να τον δούμε καθαρά, με όλες τις λεπτομέρειές του· θαμπός: H εικόνα στον κινηματογράφο / στην τηλεόραση είναι θολή. δ. για ελάττωση της διαφάνειας του ατμοσφαιρικού αέρα, εξαιτίας της συννεφιάς, της βροχής, του καπνού κτλ.: ~ ουρανός. Θολή ατμόσφαιρα. || Θολή μέρα. Θολό πρωινό. 2. (μτφ.) α. για προσωρινή ή μόνιμη πνευματική μείωση, πτώση: Tο μυαλό του ήταν θολό, καθώς δεν είχε συνέλθει ακόμη από τη νάρκωση. Θολές αναμνήσεις, συγκεχυμένες εξαιτίας αδύνατης μνήμης. β. που δεν είναι απόλυτα σαφής: Θολή και ψεύτικη ιδεολογική ατμόσφαιρα. Θολά συναισθήματα. H πολιτική κατάσταση είναι ακόμη θολή. θολά ΕΠIΡΡ: Bλέπω ~, θαμπά. Mου έρχονται στο νου κάπως ~ εικόνες της παιδικής μου ζωής.

[ελνστ. θολός (αρχ. ουσ. θολός `λάσπη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες