Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "βρομο-"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομο- [vromo] & βρομό- [vromó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & βρομ- [vrom], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια: βρόμικος, όχι καθαρός· (βλ. παλιο-): βρομόμυγα, βρομόσκυλο, βρομόσπιτο. || με αναφορά σε δυσάρεστη οσμή: βρομόχορτο. || βρομόγλωσσα, βρομόστομα, που λέει βρόμικα, άσχημα λόγια. 2α. χαρακτηρίζει πολύ μειωτικά το πρόσωπο που συνήθ. εκφράζει το β' συνθετικό: ~γυναίκα, ~κόριτσο. β. επιτείνει έντονα την αρνητική ή μη επιθυμητή έννοια του β' συνθετικού: βρομόξυλο· βρομόκαιρος, βρομόκρυο, παλιόκαιρος, παλιόκρυο.

[μσν. βρομ(ο)- θ. του ουσ. βρόμ(α) -ο- ως α' συνθ.: μσν. βρομό-σκυλος, βρομό-στομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες