Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαφτιστικός -ή -ό [vaftistikós] & (σπάν.) βαπτιστικός -ή -ό [vaptistikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο βάφτισμα: Bαφτιστικά ρούχα. Bαφτιστικό όνομα. 2. (ως ουσ.) α. το βαφτιστικό: α1. το όνομα που παίρνει κάποιος όταν βαφτίζεται. α2. το πιστοποιητικό της βάφτισης, που εκδίδει ο ιερέας. β. τα βαφτιστικά: β1. τα ρούχα που φοράει το παιδί αμέσως μετά τη βάφτιση. β2. (ειρ.) για υπερβολικά στενά, μικρά ρούχα: Tα βαφτιστικά σου φόρεσες σήμερα;
[μσν. βαπτιστικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft], ελνστ. σημ.: `σχετικός με βάφτισμα΄· λόγ. επίδρ. στο βαφτιστικός]