Παράλληλη αναζήτηση
503 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρ [ákr] το,
- acre (4,046.71 sq m)
[fr Eng acre]
[Λεξικό Κριαρά]
- άκρα η· άκρη· άκρια.
-
- 1)
- α) Aρχή έκτασης:
- από την μίαν άκρην του ουρανού έως την άλλην άκρην (Xρον. Tόκκων 3012)·
- β) αρχή γεγονότος:
- (Συναξ. γυν. 14).
- α) Aρχή έκτασης:
- 2)
- α) Άκρο, τέλος έκτασης:
- εις την άκρα του χωραφιού του (Πεντ. Γέν. XXIII 9)·
- φρ. βγαίνω εις την άκραν = τα καταφέρνω, πετυχαίνω:
- (Mαχ. 64015)·
- β) άκρο αντικειμένου:
- άκρα του μαχαιριού (Oρνεοσ. 5271)·
- γ) τέλος χρονικής περιόδου:
- εις την άκραν των ιε´ ημερών (Aσσίζ. 3113).
- α) Άκρο, τέλος έκτασης:
- 3) (Πληθ.) τα έσχατα σημεία μιας χώρας, τα σύνορα:
- Aκρίτης ωνομάσθηκεν, εφύλαγεν τας άκρας (Διγ. Άνδρ. 1366).
- 4) Aκτή, παραλία θάλασσας:
- έστειλε κάτεργα πλεούμενα …, γυρεύοντας την άκρη (Xρον. σουλτ. 14318).
- 5) Όχθη ποταμού:
- στην άκρ’ από τον Δούναβην (Σταυριν. 444).
- 6) Γωνία, παράμερο σημείο μέσα στο χώρο:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 32521).
- 7) Άκρο οργάνου του ανθρώπινου σώματος:
- με την άκρα του ματιού (Eρωτόκρ. A´ 1117).
- 8) Πτέρυγα παράταξης:
- (Aχιλλ. L 454).
- 9) Kορυφαίος, αρχηγός ομάδας:
- άκρες του Mωάβ (Πεντ. Aρ. XXIV 17).
- Εκφρ.
- 1) Εις άκρα/‑ην = εντελώς, απόλυτα, υπερβολικά:
- (Eρμον. 312,)> (Χρον. Μορ. P 3281).
- 2) Από άκρη = ανεξαιρέτως, πέρα για πέρα:
- (Πεντ. Γέν. XIX 4).
[αρχ. ουσ. άκρα. Oι τ. άκρη και άκρια και σήμ. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκρα1 [ákra] adv
- extremely (syn ακραία, άκρως):
- ο χαρακτήρας του, ~ συναισθηματικός, μας θυμίζει πως ... ήταν απαραίτητα τα γόνιμα σπέρματα του αρχόμενου ρομαντισμού (Dimaras)
[fr AG adv ἄκρα, der of adj ἄκρος]
- extremely (syn ακραία, άκρως):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκρα2 [ákra] η, (D & L)
- ① end of sth, of an expanse, of a line etc:
- φτάνει στην ~ του χωριού |
- ξέφτιζε μιαν ~ από το σκέπασμά του (Pasagiannis) |
- η ~ (της τσοχαδένιας βράκας) έδερνε στο κάθε σάλεμά του τα δυο στιβάνια του (Prevelakis)
- ⓐ far edge, far end, extremity:
- η ~ του κόσμου the far end of the world |
- η ~ της χώρας the far end or border of the country
- ⓑ edge, rim:
- στην ~ του γκρεμού (syn χείλος του γκρεμού) |
- ~ της θάλασσας, ~ του γιαλού shoreline, coastline (syn ακροθαλασσιά, ακτή) |
- καταφεύγω στην ~ της πολιτείας, στο αρχαίο θέατρο (Kazantz) |
- η ~ του Φαναριού βάλλεται από τα κύματα, είναι αλίμενη κι όχι ασφαλής (Bakalakis)
- ② peak, tip:
- ~ του βουνού (L ~ όρους) peak of the mountain
- ⓒ tip, cape of a promontory (L) (syn κάβος):
- η ~ του Σουνίου |
- η ~ του Tαινάρου
- ③ corner (syn γωνία):
- έριξε το ρούχο σε μιαν ~ του δωματίου |
- μας κοίταζε με την ~ του ματιού |
- από μακριά ... διέκρινα μιαν ~ του ναού (Kazantz)
- ④ fig end of action, end point, conclusion:
- μπερδεύουνταν σε συλλογισμούς και δεν μπορούσε να βρη ~ (Kazantz)
[fr MG άκρα ← K, AG; άκρα 1c fr ποντία άκρα or άκρα στερεάς by ellipsis; cf άκρη, άκρια]
- ① end of sth, of an expanse, of a line etc:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ακράγαντας [akráγandas] ο, (& Aκράγας) geogr
- Agrigentum in Sicily (inhab Aκραγαντίνος):
- ο ~ είναι η πατρίδα του (Panagiotop)
[fr AG Aκράγας & inhab Aκραγαντίνος]
- Agrigentum in Sicily (inhab Aκραγαντίνος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακραγγίζω [akraŋɟízo] ipf ακράγγιζα, aor ακράγγιξα, subj ακραγγίξω
- ⓐ touch lightly (softly, gently):
- ακούμε τους τροχούς ν' ακραγγίζουν το έδαφος (Panagiotop) |
- πουλιά του πελάγου ακραγγίζανε το φτερό στο νερό (id.) |
- ακράγγιξε με το χέρι το χώμα να βαστηχτή (Prevelakis) |
- poem σα ζωντανή της γης τα πόδια του τρεμάμενα ακραγγίζουν (Kazantz Od 1.757) |
- την πλώρα ακράγγιζαν χορεύοντας κι αλάργα πάλε εφεύγαν (ib 22.429) |
- τη χλώρη την τρεμουλιαστή | το νερό τρεχάμενο ακραγγίζει (Agras)
- ⓑ fig concern o.s. slightly with, influence slightly, touch lightly:
- κάπως τους ακραγγίζουμε τους άλλους ανθρώπους και μπορούμε να τους νοιώσουμε κάπως (Panagiotop) |
- ξέρει ν' αντικαθιστά ... τη βαθύτερη ανησυχία με το τραγούδι που ακραγγίζει την ψυχή (Peranthis) |
- poem κι ούτε χαρά τον άσπρο κόρφο της ακράγγιξε ούτε θλίψη (Kazantz Od 7.946)
- ⓒ mention in passing:
- ο δαυλός, για να τον ακραγγίζη μόνο ο τραγικός, πρέπει να ήταν από τότε - γύρω στα 500 π.X.- κιόλας γνωστός πολύ στην Eλλάδα (Kakridis)
[cpd of άκρος and αγγίζω]
- ⓐ touch lightly (softly, gently):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακράδαντα [akrá∂anda] adv
- unshakenly, firmly, steadfastly (syn αδιάσειστα, αδίστακτα, ακλόνητα, L ακραδάντως):
- το πιστεύω ~ |
- πιστεύει ~ στο μέλλον του ελληνισμού |
- idiom phr πιστεύω ~ ότι (or πως) I steadfastly believe that
[der of ακράδαντος]
- unshakenly, firmly, steadfastly (syn αδιάσειστα, αδίστακτα, ακλόνητα, L ακραδάντως):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακράδαντος -η -ο [akráδandos] Ε5 : (λόγ.) ακλόνητος: Aκράδαντη πίστη / πεποίθηση.
ακράδαντα & (λόγ.) ακραδάντως ΕΠIΡΡ: Πιστεύει ~ ότι διάλεξε τον καλύτερο τρόπο. [λόγ. < ελνστ. ἀκράδαντος· λόγ. < ελνστ. ἀκραδάντως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακράδαντος, -η, -ο [akrá∂andos]
- unmoving, unshaken, steadfast, firm (syn αδιάσειστος, ακλόνητος, ατράνταχτος):
- ακράδαντη θέληση unshaken will |
- ακράδαντη πίστη steadfast belief |
- idiom phr έχω ακράδαντη πεποίθηση (πως), e.g. με παρηγορούσε ο πατέρας μου με την ακράδαντή του πεποίθηση πως θ' αθωωνόταν (Xenop) |
- κανένας ... δεν στάθηκε με τόση πεποίθηση να εκφέρη ... παρόμοιο ακράδαντο "πιστεύω" για την αξία την ελληνική (Papatsonis) |
- ο Condorcet πιστεύει κατά τρόπον ενθουσιαστικό και ακράδαντο ότι η ανθρωπότης ως όλον προχωρεί προς τα εμπρός (Theodorakop)
[fr K, PatrG ἀκράδαντος]
- unmoving, unshaken, steadfast, firm (syn αδιάσειστος, ακλόνητος, ατράνταχτος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακραδάντως [akra∂ándos] adv (L) = ακράδαντα.