Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ακατονόμαστος -η -ο"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατονόμαστος -η -ο [akatonómastos] Ε5 : για κτ. που θεωρείται τόσο αισχρό, ώστε να ντρέπεται κανείς να το κατονομάσει, να το αναφέρει: Aκατονόμαστες ύβρεις / πράξεις. Aκατονόμαστα όργια. ακατονόμαστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατονόμαστος `χωρίς όνομα΄ σημδ. αγγλ. unmentionable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες