Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακατονόμαστος -η -ο [akatonómastos] Ε5 : για κτ. που θεωρείται τόσο αισχρό, ώστε να ντρέπεται κανείς να το κατονομάσει, να το αναφέρει: Aκατονόμαστες ύβρεις / πράξεις. Aκατονόμαστα όργια.
ακατονόμαστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀκατονόμαστος `χωρίς όνομα΄ σημδ. αγγλ. unmentionable]