Παράλληλη αναζήτηση
451 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ετηρίδα [etiríδa] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά με α' συνθετικό συνήθ. απόλυτο αριθμητικό στη λόγια μορφή του· δηλώνει σειρά προγραμματισμένων εκδηλώσεων για τον εορτασμό της συμπλήρωσης τόσων ετών όσα εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -ετία): (δέκα) δεκα~, (πεντήκοντα) πεντηκοντα~.
[λόγ. < αρχ. -ετηρίς, αιτ. -ίδα < ουσ. ἔτ(ος) -ηρ(ός) (πρβ. αρχ. τρι-έτηρος) -ίς ως β' συνθ.: αρχ. τρι-ετηρίς `γιορτή κάθε τρίτο χρόνο΄, πεντα-ετηρίς, ελνστ. πεντηκοντα-ετηρίς]
- -ιδα [iδa] : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από αντίστοιχα αρσενικά· (πρβ. -ις): (ηγέτης) ηγέτιδα, (καλλιτέχνης) καλλιτέχνιδα, (προστάτης) προστάτιδα.
[λόγ. < αρχ. επίθημα -ις (δες -ίδα 2 αλλά με αιτ. σε -ιν) με εξομάλ. κατά το -ίδα 2: αρχ. προστάτ-ις, με προσαρμ. στη δημοτ. προστάτ-ιδα]
- -ίτιδα [ítiδa] : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει φλεγμονή ή ασθένεια στην περιοχή που δίνει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ίτης 3): (αμυγδαλές) αμυγδαλίτιδα, (κόλπος) κολπίτιδα, (λάρυγγας) λαρυγγίτιδα, (φάρυγγας) φαρυγγίτιδα, (φλέβα) φλεβίτιδα.
[λόγ. -ίτις, μεταπλ. -ίτιδα < αρχ. μετουσ. επίθημα θηλ. ουσιαστικοπ. επιθ. (ενν.: νόσος) -ῖτις, δηλωτικό πάθησης: αρχ. ἀρθρ-ῖτις (< ἄρθρ-ον), πλευρ-ῖτις (< πλευρ-ά) & νλατ. -itis ως δηλωτικό ασθενειών < λατ. -itis < αρχ. -ῖτις: ηπατ-ίτιδα < νλατ. hepatitis (στη νέα σημ.) < αρχ. ἡπατ-ῖτις `του συκωτιού΄, βρογχ-ίτιδα < νλατ. bronchitis (< αρχ. βρόγχ-οι) αμυγδαλ-ίτιδα < γαλλ. amygdalite (< λατ. amygdala < αρχ. ἀμυγδάλ-η `αμύγδαλο΄) & σε μτφρδ. σκωληκοειδ-ίτιδα (δες λ.) < γαλλ. appendicite & σπάν. αντί του νλατ. -ia (στην ίδια λειτουργία) > -ίτις: διφθερ-ίτιδα < νλατ. diphtheria]
- 'μασταλαγίδα η.
-
- Φλύκταινα:
- (Gesprächb. 2723).
[<ουσ. αιμοσταλαγίς (Τζέτζης, LBG· πβ. TLG). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Φλύκταινα:
- αγγειοχολίτιδα [aŋɟioxolíti∂a] η,
- angiocholitis.
- Άγγλος2, -ίδα [áŋglos] DIGMA, ~ καθηγητής, καλλιτέχνης, λόρδος, τουρίστας
- :
- Aγγλίδα ποιήτρια, ηθοποιός.
- αγγουρίδα η,
- βλ. αγουρίδα.
- αγκαλίδα [aŋgalí∂a] η, region.
- armful (syn αγκαλιά 4):
- μια ~ στάχυα |
- poem μιαν ~ μάζεψα λουλούδια της αυγής εγώ (Malakasis) |
- τ' άνθια που φέρνουν αγκαλίδες, | μια κόρη θ' αλαφροσκεπάσουνε | σε νεκροκρέβατου σανίδες (id.)
[fr AG ἀγκαλίς, surviving orally]
- armful (syn αγκαλιά 4):
- αγκίδα η [angíδa] & αγκίθα η [angíθa] Ο26 : πάρα πολύ μικρό και λεπτό κομμάτι ξύλου μυτερό σαν καρφίτσα: Tο ξύλο είναι γεμάτο αγκίδες. Mπήκε μια ~ στο νύχι μου.
[μσν. αγκίδα < αρχ. ἀκίς, αιτ. -ίδα `βελόνα, αγκίδα΄ με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ή παρετυμ. αγκυλώνω, αγκίστρι· αγκίθα: επίδρ. του αγκάθι]
- αγκίδα η,
- βλ. ακίδα.