Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: echoing
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανακλαστικός, -ή, -ό [anaklastikós]
  • ① reflecting (syn αντανακλαστικός):
    • ανακλαστικό πρίσμα reflecting prism |
    • ανακλαστικό τηλεσκόπιο |
    • ανακλαστική επιφάνεια |
    • τα ανακλαστικά φαινόμενα του φωτός
  • ② of reflexes, reflexive:
    • math ανακλαστική ιδιότητα reflexive relation (syn αντανακλαστική) |
    • physiol ανακλαστικά φαινόμενα |
    • το φτέρνισμα είναι ανακλαστικό φαινόμενο |
    • ανακλαστική κίνηση reflex movement (e.g. άμεση προσαρμογή, i.e. προσαρμογή μέσα από ανακλαστικές κινήσεις) |
    • θέληση .. η τροποποίηση των ανακλαστικών κινήσεων (Papanoutsos) |
    • ανακλαστική απήχηση reverberating echoing |
    • ανακλαστική σύσπαση, ανακλαστική σχέση, ανακλαστικοί πόνοι |
    • νευρικές ανακλαστικές εκδηλώσεις (Moustoxydis)

[neol, der of K ἀνάκλαστος 'bent back, reflected' w. suff -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντήχηση [andí isi] η, pl αντηχήσεις (& poet αντήχησες) (L)
  • echoing, reverberation, resonance (syn αντίλαλος, απόηχος):
    • οι λέξεις, οι έννοιες, η γλώσσα γενικά είχαν άλλο βάθος και άλλη ~ από τη σημερινή (Malevitsis) |
    • τ' αφτιά του γέμισαν αντηχήσεις κ' έπειτα η φωνή διαλύθηκε σαν το ψωμί μες στο νερό (Vasilikos) |
    • μπήκα στα νύχια, αλλά η ~ των βημάτων μου σημείωσε την παρουσία μου στην άδεια αίθουσα (Aschinas, adapted) |
    • μουγκρίζουν εκεί οι γκρεμοί κι αντιμουγκρίζουν οι αντήχησες στις χαράδρες (Papatsonis) |
    • poem σ' ακούει η ψυχή, σε φέρνει πίσω, | μες στην παντοτινή σου ~ (Themelis) |
    • μια τρομερήν ~ | κάνουν τα κούφια χέρια που χτυπούν (KMontis)

[fr kath αντήχησις ← K ἀντήχησις (Plut, Psellos), der of ἀντηχῶ (-έω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντηχητικός, -ή, -ό [andi itikós]
  • echoing, resounding:
    • στους πέτρινους αντηχητικούς δρόμους της δεν περνάει θριαμβικός ο θόρυβος της ζωής (Ouranis) |
    • η φωνή αυτή τρομακτικά αντηχητική από στροφές και από ρίμες (Palam) [fr kath (neol Weigel

[1796], Koumanoudis) αντηχητικός, der of *αντηχητός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιβούισμα [andivúizma] το, (& Skipis αντιβόισμα)
  • resounding, echoing, reverberation (syn αντήχηση, αντιβουή, αντίλαλος):
    • το ~ των βουνών (LAkritas) |
    • καμπυλωτά κι αγριεμένα κυλινδάν τα κύματα προς την ακτή - και ξεσπάν μ' ένα τρομερό ~ (Ouranis) |
    • poem κι ακούει το ~ μεγάλων κυμάτων σε βαθιές βραχοσπηλιές (Ritsos) |
    • και τη γλυκιά ανταπόκριση ..| στήνω και πάλι με κρυφά και φανερά στοιχεία, | οπού είμαι το ~ και το καθρέφτισμά τους (Skipis)

[der of αντιβοΐζω / αντιβουίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίλαλος [andílalos] ο, pl αντίλαλοι & poet αντιλάλοι
  • ① (the phenomenon of) echo (syn αντήχηση, ηχώ):
    • οι πλαγιές της λαγκαδιάς έστελναν με τον αντίλαλό τους το τραγούδι ως τη νεροτριβή (Karkavitsas) |
    • ο ~ ξανάλεγε τις φωνές μέσα στο φαράγκι (Petsalis) |
    • απ' την αντίθετη άκρη ο ~ έφερε ένα γρήγορο καλπασμό από δυνατό ζώο (Plaskovitis) |
    • poem δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός .. | δεν ήθελε να τον ξαναπεί ο ~ κοντά του (Solom) |
    • δοκίμασε τον ήχο πάλι | και γροίκησαν κι αποκριθήκανε | απ' τις σπηλιές τους οι αντιλάλοι (Skipis) |
    • και τ' αλληλούια ας αντηχήσει απ' τη μιαν άκρη | της γης στην άλλη, κι ο ~ ας κράξει | το ευοί κ' ευάν κλ (Sikel)
  • ② echoing, reverberation (of sounds) (syn ηχώ, απόηχος, αντήχηση):
    • ο ~ της καμπάνας |
    • ~ τουφεκιών |
    • ~ μιας μάχης |
    • ο ~ της σειρήνας του πλοίου |
    • το χωριό είναι ένας μουσικός ~ νερών |
    • ο ~ από τα περαστικά οχήματα έφτανε στ' αφτιά του ολοένα πιο δυνατός (TAthanasiadis) |
    • πήρε τον αντίλαλο των πυροβολισμών η νοτιά και τον σκόρπισε σαν ανάερη τέφρα (Petsalis) |
    • φώναξα μ' όση δύναμη μου απόμενε, αλλά δεν ήρθε απάντηση ούτε ξαναγύρισε ο ~ της φωνής μου (Chakkas) |
    • poem των τραγουδιών οι αντίλαλοι κ' οι βρόντοι των αρμάτων (Palam) |
    • κι ως ταύρος μούγκρισε όλο αντίλαλο το στρουφιχτό φαράγγι (Kazantz Od 6.129) |
    • .. η βοή του πελάγου που σε ζώνει | είν' ο ~ μόνο της φωνής μου (Sikel) |
    • .. γιατί η κάθε φωνή | είχε πολλούς αντίλαλους ανάμεσα στα δυο βουνά τ' Aϊ-Λια και των Aϊ-Σαράντα (Ritsos)
  • ③ fig reflection (of ideas etc), echo (syn απόηχος):
    • πανελλήνιος ~ |
    • αντίλαλοι από παλιά χρονικά, από βάθη ψυχών |
    • ο ~ της ιταλικής Aναγέννησης |
    • η ελληνική ποίηση παρουσιάζεται ως ο ~ ολόκληρου λαού (Palam) |
    • το ιστορικό μυθιστόρημα μετά το '21 ήταν ξενόφερτο είδος, ~ ξέψυχος ευρωπαϊκής μόδας (Melas) |
    • φτάνουν έως τη σφαίρα του δικαίου αντίλαλοι από τις πνευματικές κατακτήσεις του ανθρώπου (Papanoutsos) |
    • η ανάλυση του Γοργία είναι ο ~ συζητήσεων του θέματος από τους σοφιστικούς κύκλους της εποχής (id.) |
    • η μυκηναϊκή τέχνη δεν ήταν παρά ο ~ της κρητικής στη Στερεά Eλλάδα (ChZalokostas) |
    • poem της μοίρας είμ' ο ~, της ιστορίας ο κράχτης (Palam) |
    • ακούω μακάριος τον ήχο της φωνής σου, | σαν κάποιο αντίλαλο χαμένου παραδείσου (Melachrinos) |
    • .. τόσες αυγές και δειλινά, | .. | .. | φέρνουν αντίλαλους από τα περασμένα (Melissanthi)
  • ④ fig repercussion, effect (near-syn αντίκτυπος 2):
    • η κραυγή εναντίον του K. είχε καταπληχτικόν αντίλαλο σε όλη την Iσπανία (Kazantz) |
    • οι προφητείες του Nίτσε δε βρίσκουν αντίλαλο, οι σοφοί τις περιφρονούν, οι νέοι δε συγκινούνται (id.) |
    • πόσο μεγάλος ήτανε ο ~ του "Άσπρου και του Mαύρου" έγινε φανερό από το ξέσπασμα φθόνου του K. (Melas) |
    • ο εσωτερικός μονόλογος αφήνει ν' ακουστεί ο ~ που τα γεγονότα αφήνουν στην ψυχή (Chatzinis) |
    • η αισθητική εμπειρία είναι ο ~ που έχει μέσα μας η εντύπωση ενός ωραίου αντικειμένου (Papanoutsos)

[fr MG αντίλαλος ← K (dub.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιλαλούσα [andilalúsa] adj (L)
  • resounding, echoing:
    • αντιλαλούσες λαγκαδιές |
    • poem .. φωνές γροικάει και γέλια | κι ~ αδριά ποδοβολή μες στο βαθύ φαράγγι (Kazantz Od 20.162)

[prp of αντιλαλώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απηχητικός, -ή, -ό [api itikós] (L)
  • ① echoing, repeating:
    • η απηχητική φωνή μου (Palam)
  • ⓐ απηχητικό ποίημα poem containing echo verses, e.g., πάρε μαχαίρι κόψε με | και ρίξε τα κομμάτια μου | μάτια μου |
  • ② ling non-designative, effective (ant αναπηχητικός):
    • ~ λόγος, χαρακτήρας |
    • απηχητική αναζήτηση, αξία |
    • απηχητικό αίτιο, σφάλμα |
    • φάνηκε προτιμότερο να χρησιμοποιηθούν νέοι όροι· έτσι, τα φαινόμενα που εξετάζονται εδώ ονομάστηκαν απηχητικά, ενώ οι επιμέρους περιπτώσεις μετριασμός και επαύξηση (Stathis)

[fr kath (neol) απηχητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες