Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: chaise
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεζ λογκ η [séz lóŋg] Ο (άκλ.) : πτυσσόμενη πολυθρόνα με ξύλινο συνήθ. σκελετό και μονοκόμματο κάθισμα από καραβόπανο που έχει τη δυνατό τητα να σταθεροποιείται σε διάφορες θέσεις.

[λόγ. < γαλλ. chaise longue]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες