Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: E11α
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αήθης -ης -ες [aíθis] Ε11α : (λόγ.) ανάρμοστος, απρεπής: ~ συμπεριφορά. Aηθέστατο κείμενο.

[λόγ. < αρχ. ἀήθης `ασυνήθιστος, χωρίς διάπλαση χαρακτήρων (για τραγωδία)΄ σημδ. γαλλ. insolite]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανισομεγέθης -ης -ες [anisomejéθis] Ε11α : που δεν έχει το ίδιο μέγεθος με άλλον. ANT ισομεγέθης.

[λόγ. < ελνστ. ἀνισομεγέθης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυθάδης -ης -ες [afθáδis] Ε11α : που δείχνει έλλειψη σεβασμού, αναίδεια, περιφρόνηση· αυθάδικος: ~ συμπεριφορά.

[λόγ. < αρχ. αὐθάδης `πεισματάρης, αλαζόνας΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτάρκης -ης -ες [aftárkis] Ε11α : που με τις δικές του μόνο δυνάμεις, χωρίς τη συνδρομή άλλου, μπορεί να έχει όσα του είναι αναγκαία: ~ χώρα / οικονομία, που παράγει όσα είναι αναγκαία για τη διατροφή του πληθυσμού της, οικονομικά ανεξάρτητος. H χώρα μας είναι ~ σε σιτηρά. ~ βιομηχανία, που μπορεί μόνη της να αναπτυχθεί. || που αρκείται σε όσα έχει· ολιγαρκής, λιτοδίαιτος.

[λόγ. < αρχ. αὐτάρκης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμήκης -ης -ες [epimíkis] Ε11α : που το μήκος του είναι πολύ μεγαλύτερο από το πλάτος· μακρόστενος, στενόμακρος: Mια ~ αίθουσα με πλάτος πέντε και μήκος είκοσι μέτρων.

[λόγ. < αρχ. ἐπιμήκης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευμεγέθης -ης -ες [evmejéθis] Ε11α : (λόγ.) που έχει μεγάλο ή ικανοποιητικό μέγεθος: Tο λεξικό αποτελείται από δύο ευμεγέθεις τόμους. Ευμέγεθες φυτό. || (μτφ.): Tο σκάνδαλο πήρε ευμεγέθεις διαστάσεις.

[λόγ. < αρχ. εὐμεγέθης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισομεγέθης -ης -ες [isomejéθis] Ε11α : που έχει το ίδιο μέγεθος με άλλον, ίσος σε μέγεθος. ANT ανισομεγέθης.

[λόγ. < αρχ. ἰσομεγέθης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοήθης -ης -ες [kakoíθis] Ε11α : 1α. που είναι ανήθικος και κακός, που επιδιώκει την ηθική ή υλική βλάβη του συνανθρώπου του με το ψέμα και με την απάτη: Είναι ~, γιατί προσπαθεί να επικρατήσει με συκοφαντίες. β. που προέρχεται από κακοήθη άνθρωπο ή που τον χαρακτηρίζει: ~ συμπεριφορά. Kακοήθεις διαδόσεις. Kακοήθη ψέματα. 2. (ιατρ.) χαρακτηρισμός νόσου με κακή εξέλιξη, που συνήθ. καταλήγει στο θάνατο. ANT καλοήθης: ~ όγκος, καρκίνος. ~ αναιμία.

[λόγ.: 1: αρχ. κακοήθης· 2: μτφρδ. γαλλ. malin]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοήθης -ης -ες [kaloíθis] Ε11α : (ιατρ.) για νόσο που έχει καλή εξέλιξη, που δεν είναι θανατηφόρα και που συνήθ. είναι ιάσιμη. ANT κακοήθης: ~ όγκος, μη καρκινικός. ~ αναιμία.

[λόγ. < ελνστ. καλοήθης `καλοπροαίρετος΄ κατά τη σημ. του αντ. κακοήθης, σημδ. γαλλ. benin]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρανομήκης -ης -ες [uranomíkis] Ε11α : (λόγ.) 1. που φτάνει σε μεγάλο ύψος, που είναι πολύ ψηλός: Ουρανομήκεις φλόγες. 2. (μτφ.) πολύ έντονος, πολύ δυνατός: Ουρανομήκεις ζητωκραυγές.

[λόγ. < αρχ. οὐρανομήκης]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες