Παράλληλη αναζήτηση
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ώροφος -η -ο [órofos] : το ουσ. όροφος ως β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· χαρακτηρίζει την προσδιοριζόμενη κατασκευή από τον αριθμό των ορόφων που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει συνήθ. ως α' συνθετικό: εξα~, επτα~, οκτα~, μον~, πεντα~, τετρα~. || πολυ~.
[λόγ. < αρχ. -ώροφος θ. του ουσ. ὄροφ(ος) -ος ως β' συνθ.: αρχ. τρι-ώροφος, τε τρ-ώροφος, ελνστ. τετρα-ώροφος]
- δίπατος, επίθ.
-
- Δίπατος, διώροφος:
- σπίτια δίπατα (Θρ. Κων/π. B 41).
- Το ουδ. ως ουσ. = ο δεύτερος όροφος κτίσματος (πάνω από τον κατώτερο):
- κατώγια, δίπατα και τρίπατα να την κάμεις (ενν. το κιβωτό) (Πεντ. Γέν. VI 16).
[<δι‑ + ουσ. πάτος. Η λ. το 13. αι. (LBG) και σήμ.]
- Δίπατος, διώροφος:
- δίπατος -η -ο [δípatos] Ε5 : (οικ.) I. για οικοδομή που έχει δύο πατώματα· διώροφος. || (ως ουσ.) το δίπατο, δίπατο σπίτι: Tο δίπατο στη γωνία είναι δικό μου. II. που η βάση του αποτελείται από δύο επάλληλα στρώματα, που έχει δύο πάτους: Δίπατη βαλίτσα. Δίπατο βαρέλι.
[δι- 1 + πάτ(ος) -ος (πάτος `πάτωμα΄ < ελνστ. πάτος)]
- διώροφος, επίθ.
-
- Που έχει δύο ορόφους, δίπατος:
- οίκοι διώροφοι (Έκθ. χρον. 8021).
[μτγν. επίθ. διώροφος. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει δύο ορόφους, δίπατος:
- διώροφος -η -ο [δiórofos] Ε5 : α. που έχει δύο ορόφους: Διώροφη οικοδομή / μονοκατοικία. β. που έχει δύο επίπεδα: Διώροφο λεωφορείο. || Διώροφη τούρτα.
[λόγ. < ελνστ. διώροφος]
- εξαώροφος -η -ο [eksaórofos] Ε5 : που έχει έξι ορόφους: Ένα εξαώροφο κτίριο. Εξαώροφη οικοδομή / πολυκατοικία.
[λόγ. εξα- + -ώροφος]
- επταώροφος -η -ο [eptaórofos] & εφταώροφος -η -ο [eftaórofos] Ε5 : (ιδ. για κτίριο) που έχει εφτά ορόφους: Επταώροφη πολυκατοικία. || (ως ουσ.) το επταώροφο & το εφταώροφο, οικοδομή με εφτά ορόφους.
[λόγ. επτα- + -ώροφος (πρβ. ελνστ. ἑπτώροφος ίδ. σημ.)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- ημι- [imi] & ημί- [imí], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό: 1. σε προσδιοριστικά σύνθετα ουσιαστικά και τα παράγωγά τους επίθετα ή επιρρήματα για να δηλώσει: α. το ένα από τα δύο ίσα μέρη του αντικειμένου ή της έννοιας που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κύκλιο, ~σέληνος, ~στίχιο, ~σφαίριο, ημίχρονο, ημίωρο· ~σφαιρικός, ημίωρος· ~κυκλικά. β. ότι η σύνθετη λέξη έχει σε μικρό βαθμό τα χαρακτηριστικά του β' συνθετικού: ημίθεος, ημίφως. 2. σε προσδιοριστικά σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους ουσιαστικά και επίθετα δηλώνει ότι στη σύνθετη λέξη δεν υπάρχουν όλα παρά μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του β' συνθετικού· (πρβ. μισο- 1): ~άγριος, ~αυτόματος, ημίγλυκος, ημίγυμνος, ~επίσημος, ~μαθής· ~τελικός. || σε ουσιαστικοποιημένα επίθετα: ~υπόγειο, ημίφωνα, ~ώροφος. || σε ουσιαστικά: ~διαφάνεια, ~μάθεια. 3. σε επιστημονικούς όρους: α. (οικον.) ~ανάπτυκτος. β. (χημ.) ~κυτταρίνες, ~μέταλλα. γ. (ιατρ.) δηλώνει πάθηση ενός μέρους του σώματος κατά το ήμισυ, κατά τη μία πλευρά: ~κρανία, ~πληγία. || δηλώνει την ατελή ανάπτυξη ενός οργάνου ή την ατελή εκτέλεση μιας λειτουργίας: ~ατροφία, ~μεταβολισμός. δ. (γυμν.) δηλώνει την εκτέλεση κατά τη μία μόνο πλευρά, αριστερά ή δεξιά, της άσκησης που εκφράζει το β' συνθετικό: ~ανάταση, ~έκταση· ~εδραίος.
[λόγ. < αρχ. ἡμι- (< επίθ. ἥμισυς) ως α' συνθ.: αρχ. ἡμί-θεος, ελνστ. ἡμι-στίχιον & διεθ. hemi- < λατ. hemi- < αρχ. ἡμι-: ημι-πληγικός < γαλλ. hémiplégique & μτφρδ. γαλλ. semi-, demi-, αγγλ. semi-, half-, γερμ. halb-: ημι-τελικός < γαλλ. demi-final ή αγγλ. semifinal]
- ημιώροφος ο [imiórofos] Ο19 : όροφος συνήθ. χαμηλοτάβανος και χωρίς μπαλκόνι, που βρίσκεται ανάμεσα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο· μεσοπάτωμα.
[λόγ. ημι- + -ώροφος μτφρδ. γερμ. Halbgeschoß]
- μεσοπάτωμα το [mesopátoma] Ο49 : όροφος, συνήθ. χαμηλοτάβανος και χωρίς μπαλκόνι, που βρίσκεται ανάμεσα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο· ημιώροφος.
[λόγ. μεσο- 1 + πάτωμα μτφρδ. ιταλ. mezzanino ή γερμ. Zwischengeschoss]