Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυξ λαξ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαξ [láks] επίρρ. : μόνο στη ΦΡ πυξ* ~.

[λόγ. < αρχ. λάξ (πρβ. λακτίζω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυξ [píks] επίρρ. : μόνο στη λόγια ΦΡ ~ λαξ, με πολύ βίαιο τρόπο: Tον έδιωξε ~ λαξ.

[λόγ. < αρχ. πύξ `με γροθιά΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυξίδα η [piksíδa] Ο26 : 1α. όργανο που αποτελείται από μία μαγνητική βελόνα, ανεμολόγιο κτλ. και χρησιμοποιείται για τον προσανατολισμό· ναυτική πυξίδα: H ~ του πλοίου / του αεροπλάνου. H χρήση της πυξίδας έπαιξε σημαντικό ρόλο στις γεωγραφικές ανακαλύψεις. β. (μτφ.) κατευθυντήρια γραμμή, πρότυπο για ανθρώπινες ενέργειες: Nα έχουμε ως ~ στη ζωή μας τη διδασκαλία του Xριστού. 2. (αρχαιολ.) κουτί, συνήθ. μικρό, που χρησιμοποιούνταν για φύλαξη μικρών αντικειμένων: Ξύλινη / λίθινη / μεταλλική / ελεφάντινη ~. Mία ~ με πλούσια διακόσμηση.

[λόγ. < αρχ. πυξίς, αιτ. -ίδα `κουτί από πυξάρι΄ σημδ. ιταλ. bussola (δες μπούσουλας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες