Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περικοπά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απερίκοπος, επίθ.
  • 1) (Προκ. για τόπο) που δεν μπορείς να κόψεις δρόμο για να τον φτάσεις, δυσπρόσιτος, απρόσιτος:
    • (Aχέλ. 428).
  • 2) Aπόμακρος, παράμερος:
    • θύρα απερίκοπη (Φαλιέρ., Iστ. 177).

[<στερ. α‑ + επίθ. περίκοπος (<περικόπτω)· πβ. επίρρ. περίκοπα (Kαλλίμ. 2523). Bλ. και ανθρωποαπερίκοπος. H λ. το 10. αι. (LBG, με διαφορ. σημασ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
δυσκολότοπον το.
  • Δύσβατος τόπος, κακοτοπιά:
    • το δυσκολότοπον περίκοπα κρατούντες την κορυφήν εφθάσαμεν (Καλλίμ. 2523).

[<επίθ. δύσκολος + ουσ. τόπος]

[Λεξικό Κριαρά]
κονταίνω· αόρ. εκόντανα.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1) Γίνομαι πιο κοντός, πιο σύντομος:
      • οχ του βουνού περικοπά την στράτα, που κονταίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1105]· Γεωργηλ., Θαν. 146).
    • 2)
      • α) Λιγοστεύω:
        • Το φως μου … εκόντυνε (Ευγέν. Πρόλ. 27
      • β) γίνομαι μικρότερος σε διάρκεια:
        • βάνει αρχήν ν’ αυξαίνει η μέρα και το σκοτεινόν της νύχτας να κονταίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [68]).
  • Β´ (Μτβ.) λιγοστεύω, περιορίζω κ.:
    • να σου κοντύνω την ταγήν και να λιμοκτονήσεις (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 205).
  • Φρ.
  • 1) Κονταίνει η αναπνιά μου = λαχανιάζω:
    • (Πανώρ. Β´ 172).
  • 2) Κονταίνει η γλώσσα μου = βουβαίνομαι, σιωπώ:
    • (Γεωργηλ., Θαν. 81).

[<κοντύνω (Meursius, ειν) αναλογ. με ρ. σε αίνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες