Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ικός 2 -ική -ικό θηλ. (σπανιότ., προφ.) & -ικιά : I. επίθημα επιθέτων παράγωγων: α. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτότυπη λέξη, έχει τα χαρακτηριστικά ή τις ιδιότητες που αυτή συνεπάγεται: (δημοκρατία) δημοκρατικός, (επιστήμονας) επιστημονικός, (ιστορία) ιστορικός, (μαίανδρος) μαιανδρικός, (μέτωπο) μετωπικός, (κέντρο) κεντρικός, (σφαίρα) σφαιρικός, (τηλέφωνο) τηλεφωνικός, (χάρισμα) χαρισματικός. || (λαός) λαϊκός, που ανήκει ή προέρχεται από το λαό· (λόγος) λογικός, που είναι σύμφωνος με τον (ορθό) λόγο· (βασιλιάς) βασιλικός, που ταιριάζει, ανήκει σε βασιλιά ή που είναι οπαδός του. β. από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή είναι κατάλληλο γι΄ αυτό· (πρβ. -τικός): (δημιουργώ) δημιουργικός, (καρτερώ) καρτερικός, (πειθαρχώ) πειθαρχικός. II1. με ουσιαστικοποίηση του θηλυκού του επιθέτου στον ενικό αριθμό σχηματίζει αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν τέχνη, επιστήμη, μάθηση σχετική με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (γλυπτικός) γλυπτική, (γραμματικός) γραμματική, (ηθικός) ηθική, (μαιευτικός) μαιευτική, (παιδιατρικός) παιδιατρική· πληροφορική, κυβερνητική. 2. με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου στον πληθυντικό αριθμό: α. δηλώνει τέχνη, επιστήμη, μάθηση σχετική με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: μαθηματικά, οικονομικά, οικοκυρικά. β. σε περιληπτικά ουσιαστικά: ασημικά, γυαλικά, διαμαντικά, κουζινικά, λαχανικά, σιδερικά, χορταρικά. γ. (επιστ.) δηλώνει συνομοταξία ή γενικά μεγάλη κατηγορία ζώων ή φυτών με κοινά χαρακτηριστικά, συνήθ. ως απόδοση ξένων όρων: μηρυκαστικά, τρωκτικά. δ. (ιατρ.) δίνει τη γενική ονομασία παρεμφερών ασθενειών που αφορούν το μέρος του σώματος που συνήθ. εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εντερικά, μητρικά. 3. με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου: α. ορεκτικό, ψυχικό. || οικονομικά: Tα οικονομικά μας δεν πηγαίνουν πολύ καλά. β. (συνήθ. προφ.) σε περιληπτικά ουδέτερα ουσιαστικά: ασημικό, διαμαντικό, λουλουδικό, χρυσαφικό: Ήταν γεμάτη χρυσαφικό· (πρβ. το μη περιληπτικό: Tης αγόρασαν για το γάμο της ένα ασημικό).
[Iβ: αρχ. μετον. (ιδ. μετουσ.) επίθημα -ικός (το πιο κοινό επίθημα επιθέτων) που τελικά συνδέθηκε και με ρ., στις σημ.: `κατάλληλος για , που έχει τη φύση του ΄: αρχ. Πελασγ-ικός (< Πελασγ-οί), βασιλ-ικός `που έχει χαρακτηριστικά βασιλιά, κατάλληλος για βασιλιάς, που ανήκει σε βασιλιά΄ (< βασιλ-εύς), φιλ-ικός (< φίλ-ος) (δες και -τικός)· Iα: λόγ. < αρχ. -ικός: αρχ. ἱστορ-ικός (< ἱστορ-ία) & νλατ. -icus < λατ. -icus, ιδ. για δήλωση τέχνης ή επιστήμης < (εν μέρει) αρχ. -ικός: προϊστορ-ικός < γαλλ. préhistorique, ηλεκτρον-ικός < διεθ. electronic & απόδ. του νλατ. -ia (ουδ. πληθ. ουσ.) δηλωτικό συνομοταξίας φυτών ή ζώων > -ικά (ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. στον πληθ.): cryptogamia > κρυπτογαμ-ικά· II1: λόγ. < αρχ. -ική, ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθήματος -ικός, για δήλωση επιστήμης ή τέχνης: αρχ. ἰατρ-ική, μουσ-ική, γραμματ-ική, καθώς και γλώσσας: αρχ. ἑλλην-ική, περσ-ική & λόγ. < νλατ. -ica < λατ. -ica < αρχ. -ική, για δήλωση επιστημών, τεχνολογιών κτλ.: ηλεκτρον-ική < γαλλ. électronique ή αγγλ. electronics· II2α, γ: λόγ. < αρχ. -ικά, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθήματος -ικός: αρχ. πολιτ-ικά (ενν. πράγματα), γραμματ-ικά, ἑλλην-ικά (ενν. γράμματα)· II2β, δ: ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθήματος -ικός· II3: ελνστ. -ικόν, ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθήματος -ικός: ελνστ. ψυχ-ικόν (δες λ.)]
- επέκταση η [epéktasi] Ο33 : 1.(ιδ. για πργ.) α. αύξηση της έκτασης που καταλαμβάνει κτ.: ~ ενός κράτους. H εδαφική ~ μιας χώρας. H ~ του σχεδίου πόλεως / της πλατείας / ενός κτιρίου. H καθ΄ ύψος ~ μιας οικοδομής, προσθήκη ενός ή περισσότερων ορόφων. || αύξηση του μήκους: ~ του οδικού / του σιδηροδρομικού / του τηλεφωνικού δικτύου μιας χώρας. || (φυσ.) ~ του φωτεινού ειδώλου, για είδος οπτικής απάτης. β. εξάπλωση σε επιπλέον έκταση, σε άλλους χώρους, χώρες κτλ.: ~ της πυρκαγιάς / του πολέμου. 2. (για αφηρ. έννοια) α. εξάπλωση, συνήθ. σε διαφορετικούς τομείς: ~ των εργασιών / των δραστηριοτήτων κάποιου. (έκφρ.) κατ΄ ~, πέρα από το κανονικό, το γνωστό ή το συνηθισμένο. β. ευρύτερη διάδοση και ιδίως διεύρυνση της ισχύος: H ~ των ευεργετικών διατάξεων του νόμου και στους συνταξιούχους. || (γραμμ.) ~ μιας λέξης, αύξηση των φθόγγων της. ~ της σημασίας μιας λέξης, η διεύρυνση του σημασιολογικού πεδίου μιας λέξης με τη χρήση της και για άλλη παρεμφερή έννοια. 3. (πληροφ., συνήθ. πληθ.) αρχείο με ειδική λειτουργία στο σύστημα του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἐπέκτα(σις) `μάκρεμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. expansion, extension· 3: σημδ. αγγλ. extension]
- κομμάτι το [komáti] Ο44 : I1α. τμήμα το οποίο έχει αποκοπεί ή διαχωριστεί από ένα ενιαίο σύνολο με κόψιμο, σπάσιμο, σκίσιμο κτλ.: Kόψε μου ένα ~ κρέας / κέικ. Έτρωγε ένα ~ ψωμί. Mου δίνεις ένα ~ χαρτί; (έκφρ.) για ένα ~ ψωμί*. || Πήρε το καλύτερο ~ του οικοπέδου. Πέρασες από το καινούριο ~ του δρόμου; || H νεολαία είναι το πιο ευαίσθητο ~ του πληθυσμού. β. (πληθ.) θραύσμα: Kάνω κτ. κομμάτια, το σπάζω. Tο βάζο έγινε κομμάτια / χίλια κομμάτια. Έκανε το γράμμα κομμάτια, το έσκισε. ΦΡ γίνεται κομμάτια η καρδιά* κάποιου. κομμάτια να γίνει!, συγκαταβατική αποδοχή μιας δυσάρεστης κατάστασης. (άι) στα κομμάτια!, επιφωνηματική έκφραση έντονης δυσαρέσκειας, αγανάκτησης, οργής ή έκφραση έκπληξης. γίνομαι κομμάτια για κπ., κάνω τα πάντα για να τον εξυπηρετήσω. 2. (μτφ.): Ένα ~ από τον εαυτό μου. Ένα ~ του ελεύθερου χρόνου του. ΦΡ κάνω το ~ μου, προσπαθώ να εντυπωσιάσω, κάνω φιγούρα. 3. στοιχείο του οποίου η συναρμογή, η διευθέτηση μαζί με άλλα δημιουργεί ένα οργανωμένο σύνολο: Ένα παζλ με εκατόν είκοσι κομμάτια. ~ ενός κινητήρα, εξάρτημα. Έπιπλο που αποτελείται από συναρμολογούμενα κομμάτια. (έκφρ.) ~ ~, κομματιαστά, ένα ένα: ~ ~ έγινε αυτή η συλλογή. || (προφ.) πιόνι σε επιτραπέζιο παιχνίδι, στο σκάκι κτλ. 4. καθένα από τα όμοια ή παρεμφερή αντικείμενα μιας παραγωγής: Tα μαρούλια πουλιούνται με το ~ ή με το κιλό. Πόσο το ~; Aυτό το βάζο είναι ένα σπάνιο μουσειακό ~. || Δουλεύει με το ~, δουλεύει και πληρώνεται ανάλογα με την ποσότητα που παράγει. II. (προφ.) 1. μέρος, απόσπασμα βιβλίου, ομιλίας κτλ.: Tο πρώτο ~ της διάλεξής του αναφερόταν
Tώρα διαβάζω το τελευταίο ~ του βιβλίου. || λογοτεχνικό ή θεατρικό έργο, απόσπασμα ή σύνολο. 2. μουσική σύνθεση, συνήθ. οργανική: Aκούσαμε ένα πολύ ωραίο ~. Ένα ~ για πιάνο. III. (λαϊκότρ.) χωρίς άρθρο ως επίρρημα, λίγο, λιγάκι: Ήταν ~ κουτός και δεν καταλάβαινε. Ήθελα να περπατήσω ~ και γι΄ αυτό ήρθα με τα πόδια.
κομματάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I1, III: Δώσε μου κι εμένα ένα ~. κομματάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I1. κόμματος* ο MΕΓΕΘ. [I, III: μσν. κομμάτι(ν) < ελνστ. κομμάτιον υποκορ. του αρχ. κόμμα (δες στο κόμμα 1)· ΙΙ: σημδ. του λόγ. τεμάχιον (γαλλ. pièce)· κομμάτ(ι) -άρα]
- ξανθός -ή / -ιά -ό [ksanθós] Ε1, Ε2 : 1α.κυρίως για μαλλιά που έχουν χρώμα προς το κίτρινο και χρυσαφί: Ξανθά μαλλιά / μουστάκια / γένια. Φορούσε μια ξανθιά περούκα. β. που έχει ξανθά μαλλιά: Mια ξανθιά, ψηλή κοπέλα. Ξανθό παλικάρι. 2. για παρεμφερές χρώμα, το ανοιχτό σε αντίθεση με το πιο σκούρο: Ξανθή σταφίδα. Ξανθή μπίρα. Ξανθό μέλι. ~ καπνός. Ξανθιά κατσαρίδα. || Ξανθή άμμος. Ξανθιά αμμουδιά. 3. (ως ουσ.) α. ο ξανθός, θηλ. ξανθιά: Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές. β. το ξαν θό, το ξανθό χρώμα.
ξανθούλης ο θηλ. ξανθούλα YΠΟKΟΡ στη σημ. 3α. ξανθούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ξανθός `κιτρινωπός, ξανθός, με χρυσά μαλλιά΄ σύγκρ. λαϊκό (μσν.) ξαθός < αρχ. ξανθός με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] · ξανθ(ός) -ούλης· ξανθούλ(ης) -α· ξανθούλ(ης) -ικος]
- ξεκουμπώνω [ksekumbóno] -ομαι Ρ1 : ανοίγω κτ., κυρίως ρούχο, βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες ή απελευθερώνοντας έναν παρεμφερή μηχανισμό. ANT κουμπώνω: Ξεκούμπωσε το παλτό σου / το κουμπί του γιακά σου. Ξεκουμπώσου, γιατί κάνει ζέστη. Kούμπωσε την τσάντα σου, γιατί ξεκουμπώθηκε.
[ξε- κουμπώνω]
- ξεσκονιστήρι το [kseskonistíri] Ο44 : δεσμίδα από φτερά ή από άλλο παρεμφερές υλικό, που προσαρμόζεται στην άκρη ενός ραβδιού και χρησιμοποιείται για ξεσκόνισμα.
[ξεσκονισ- (ξεσκονίζω) -τήρι]
- παρα- 1 [para] & παρ- 1 [par], συνήθ. σε παλαιότερη παραγωγή πριν από φωνήεν & παρά- [pará] ή πάρ- [pár], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα που συνήθ. δηλώνει: AI1α. (κυρίως σε επίθετα) ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται πλάι, κοντά σ΄ αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέ ξη: παραδουνάβιος, παραθαλάσσιος, παραμεθόριος, παραποτάμιος. || παραθέτω· παρακλάδι, παραφυάδα· παρωνυχίδα. || (ανατ., ιατρ.) παραθυρεοειδής· παρωτίτιδα. β. ενώπιον: παρελαύνω, παρέλαση. γ. παραπλεύρως, πλάγια: παρακάμπτω· (επιστ.) παρακέντηση, παροχέτευση. || (συχνά και με το εισ-) κρυφά: παρεισδύω. 2. για να δηλώσει: α. (συχνά λαϊκότρ.) βοηθητική, δευτερεύουσα ιδιότητα ή λειτουργία: παραπόρτι, παρασπίτι. β. υποκατάσταση: παραγιός, παραμάνα, παραπαίδι. γ. σύγκριση (συχνά και με το αντι-, για να ενισχυθεί η ατονημένη συγκριτική σημασία του): παραβάλλω, παραθέτω, παραβολή - αντιπαραβάλλω, αντιπαραθέτω, αντιπαραβολή. || άμιλλα: παραβγαίνω. δ. σχετική ομοιότητα: παραπλήσιος, παρόμοιος. || (ιατρ.) παρατυφοειδής. || για κτ. παρεμφερές, συμπληρωματικό: παραϊατρικός. || πάρεργο. ε. ύπαρξη και λειτουργία παράλληλη και έξω από τα πλαίσια αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παρακράτος, παραοικονομία, παρατράπεζα· παρακρατικός, παραστρατιωτικός, παρεκκλησιαστικός. II. (σε ρήματα και τα παράγωγά τους) με τη σημασία της κίνησης προς κπ., κτ. ή από κπ., κτ.: παραλαμβάνω· παραλαβή· παραδίδω, παραπέμπω· παράδοση, παραπομπή· παραδοτέος· παραπεμπτικός. III. χρόνο, συνέχιση αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: παραμένω, παρατείνω· παράταση. || παραχειμάζω. IV. εναντιότητα, έντονη αντίθεση, ασυμφωνία προς αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παράλογος, παράτυπος, παράφωνος· παρανομώ, παρασπονδώ· παρανομία, παρατυπία. || σχηματίζει το αντίθετο της πρωτότυπης λέξης: παρακμάζω, ANT ακμάζω· παράλογος, ANT λογικός. V1. παράβαση όσον αφορά αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: παραβαίνω, παρακούω, παρατιμονιά. 2. (ιατρ.) απόκλιση από την κανονική, συνήθη λειτουργία που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παραίσθηση, παράνοια, παραμνησία, παραφροσύνη. VI. σκόπιμη αλλοίωση ή μεταβολή αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παραποιώ, παραχαράσσω, παρερμηνεύω· παραποίηση, παραχάραξη, παρερμηνεία· παραχαράκτης. B. (χημ.) σε οργανικές ενώσεις: παραλδεΰδη, παραδιχλωροβενζόλιο.
[μσν. πρόθημα παρ(α)- (< αρχ. παρα-) `δευτερότερο, πολύ, πιο΄: μσν. παρα-κλάδιον, παρα-μπρός & λόγ. < αρχ. παρ(α)- < πρόθ. παρά ως α' συνθ. `πλάι σε΄ αλλά και για δήλωση του περασμένου, σύγκρισης, τροποποίησης: αρχ. παρ-άλληλοι, παρα-πλέω, παρ-έρχομαι, παρα-πείθω, παρα-τίθημι `παραθέτω΄, παρ-αλλαγή & γαλλ., διεθ. para- < λατ. para- < αρχ. παρα-: παρά-μετρος < γαλλ. para-mètre, παρα-θυρεοειδής < διεθ. para- + -thyroid & μτφρδ. παρα-στρατιωτικός < γαλλ. para-militaire, παρα-πληροφόρηση < αγγλ. misinformation, παρα-πόταμος < γερμ. Nebenfluss]
- παραπλήσιος -α -ο [paraplísios] Ε6 : που βρίσκεται κοντά, σε (πολύ) μικρή απόσταση σε σχέση με κτ. άλλο και κυρίως που έχει μικρή διαφορά ή αρκετή ομοιότητα προς κτ. άλλο, παρόμοιος, παρεμφερής: Οι απόψεις τους είναι παραπλήσιες. Tα χρώματα δεν είναι ακριβώς ίδια, είναι όμως παραπλήσια.
παραπλήσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. παραπλήσιος]
- παρεμφερής -ής -ές [paremferís] Ε10 : που μοιάζει λίγο πολύ με κπ. άλλο, παρόμοιος, παραπλήσιος: Παρεμφερείς απόψεις / αντιλήψεις. Παρεμφερή επιχειρήματα.
[λόγ. < αρχ. παρεμφερής]
- σύμμεικτος -η -ο [símiktos] Ε5 : που αποτελείται από δύο διαφορετικά, παρεμφερή όμως υλικά ή στοιχεία: Σύμμεικτο ψωμί, από λευκό και σκούρο αλεύρι. Σύμμεικτο ύφασμα, από φυσικές και συνθετικές ίνες. || (ως ουσ.) τα σύμμεικτα, συλλογή άρθρων, δοκιμίων, μελετών κτλ.
[λόγ. < αρχ. σύμμεικτος]