Παράλληλη αναζήτηση
764 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -άμενος -άμενη -άμενο [ámenos] : (λογοτ., προφ.) κατάληξη με περιορισμένη χρήση για το σχηματισμό μετοχής του παθητικού ενεστώτα με λειτουργία συνήθ. επιθέτου ή ουσιαστικού· (πρβ. -όμενος, -ούμενος 2): πετάμενος, στεκάμενος, τρεμάμενος· ο λεγάμενος· τα βρεχάμενα.
[ελνστ. -άμενος αναλ. προς αρχ. μπε. σε -άμενος: αρχ. ἱστά-μενος (ἵσταμαι `στέκομαι΄), ελνστ. ἱπτά-μενος (αρχ. ἵπταμαι `πετώ΄) με επέκτ. σε άλλα ρ.: ελνστ. χαρισ-άμενος, δεξ-άμενος]
- -οντας [ondas], όταν το ρήμα ανήκει στην α' συζυγία & -ώντας [óndas], όταν το ρήμα ανήκει στη β' συζυγία : κατάληξη για το σχηματισμό άκλιτης μετοχής του ενεργητικού ενεστώτα· αναφέρεται συνήθ. στο υποκείμενο της πρότασης το οποίο προσδιορίζει τροπικά, χρονικά, αιτιολογικά, υποθετικά ή παραχωρητικά (επιδέχεται άρνηση με το μη): ακούγοντας, έχοντας, κάνοντας, τρώγοντας· θέλοντας και μη (θέλοντας)· αγαπώντας, μασώντας, ρωτώντας, τηλεφωνώντας, τραγουδώντας. || σχηματισμός μετοχής από αποθετικά ρήματα που έχουν και σπανιότερο ενεργητικό τύπο: (στέκομαι - στέκω) στέκοντας, (υπερασπίζομαι - υπερασπίζω) υπερασπίζοντας, (χαίρομαι - χαίρω) χαίροντας. || (λογοτ., προφ.) σχηματισμός μετοχής από αποθετικά ρήματα: (διηγούμαι) διηγώντας, (έρχομαι) έρχοντας, (κάθομαι) κάθοντας, (ονειρεύομαι) ονειρεύοντας, (συλλογιέμαι) συλλογιώντας, (φοβάμαι) φοβώντας.
[αρχ. μεε. -ων, αιτ. -οντα και -ῶν, αιτ. -ῶντα > μσν. -οντα, -ώντα: θέλοντα `με τη θέλησή του΄ -ς (κατάλ. αρσ.): μσν. έχ-οντας με νεοελλ. επέκτ. και σε αποθ. ρ.: στέκ-οντας, διηγ-ώντας, κατά τα τρώγ-οντας, ρωτ-ώντας]
- -ού 2 : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού γένους ειδικής κατηγορίας ονομάτων που λειτουργούν μέσα στην πρόταση άλλοτε ως ουσιαστικά και άλλοτε ως επίθετα· δηλώνει το θηλυκού γένους πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από ανάλογη προς το αρσενικό ιδιότητα. 1. (με αποκλειστικό σχηματισμό θηλ. σε -ού) (παραμυθάς) παραμυθού, (φαγάς) φαγού· (κοιλαράς) κοιλαρού, (υπναράς) υπναρού, (χορευταράς) χορευταρού, (φωνακλάς) φωνακλού· (μπεκρής) μπεκρού, (παραλής) παραλού· (καβγατζής) καβγατζού, (καταφερτζής) καταφερτζού, (χωρατατζής) χωρατατζού· (γλεντζές) γλεντζού. 2. (σπάν., λογοτ.) δίνει ένα δεύτερο τύπο θηλυκού σε μερικά επίθετα σε -ιάρης -ιάρα -ιάρικο, τα οποία λειτουργούν μέσα στην πρόταση και ως ουσιαστικά: (ναζιάρης - ναζιάρα) ναζού, (τσιμπλιάρης - τσιμπλιάρα) τσιμπλού· πιο συχνά σε μερικά επίθετα σε -ης -α -ικο, σύνθετα με β' συνθετικό τις λέξεις: μαλλί, μάτι, φρύδι: (ξανθομάλλης - ξανθομάλλα) ξανθομαλλού, (μαυρομάτης - μαυρομάτα) μαυροματού, (γαϊτανοφρύδης - γαϊτανοφρύδα) γαϊτανοφρυδού.
[< -ού 1]
- -ούσα [úsa] : (συχνά λαϊκότρ.) I. επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών· χαρακτηρίζει το πρόσωπο: 1. που κάνει αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη (ρήμα ή ρηματική έκφραση): (γρηγορώ) γρηγορούσα, (χαμηλά βλέπω) χαμηλοβλεπούσα. 2. που έχει την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (μαντίλι) μαντιλούσα· σαρανταποδαρούσα, πολυκυματούσα. II. (λογοτ.) επίθημα που δίνει ένα δεύτερο τύπο θηλυκού σε μερικά επίθετα σε -ης -α -ικο, σύνθετα με β' συνθετικό τις λέξεις μαλλί, μάτι, φρύδι, τα οποία λειτουργούν μέσα στην πρόταση και ως ουσιαστικά: (μαυρομάτης - μαυρομάτα) μαυροματούσα, (ξανθομάλλης - ξανθομάλλα) ξανθομαλλούσα, (σγουρομάλλης - σγουρομάλλα) σγουρομαλλούσα.
[μσν. κτητ. επίθημα -ούσα: μσν. ασχημοποδαρ-ούσα `γυναίκα που έχει άσχημα πόδια΄ < αρχ. κτητ. επίθημα -οῦσσα: αρχ. Ὀφι-οῦσσα “φιδονήσι”, ελνστ. Πιθηκ-οῦσσα (αρχ. Πιθηκ-οῦσσαι) “πιθηκονήσι” και αρχ. επίθημα θηλ. μεε. -οῦσα: πατ-οῦσα `πατούσα΄]
- α- 3 : (λαϊκότρ., λογοτ.) προτακτικό· μπαίνει από αναλογία ή συνεκφορά στην αρχή ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων που αρχίζουν από σύμφωνο: (βδέλλα) αβδέλλα, (λυγαριά) αλυγαριά, (μασχάλη) αμασχάλη, (μάχη) αμάχη· αράθυμος· αδράχνω.
[μσν. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ.: μσν. μασχάλη > αμασχάλη [mia-ma > miama > mi-ama], ράθυμος > αράθυμος [ena-ra > enara > en-ara] · στα ρ. από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα: δράχνω > αδράχνω [na-δra > naδra > n-aδra] ]
- άβαθος -η -ο [ávaθos] Ε5 : 1α.που δεν έχει μεγάλο ή αρκετό βάθος· ρηχός, ανάβαθος, αβαθής: Άβαθο πηγάδι. Άβαθη κοίτη / όχθη / σπηλιά. Άβαθα νερά. β. (μτφ.) που δεν προχωρεί σε βάθος, επιπόλαιος, ρηχός: Άβαθη σκέψη / αντίληψη. Άβαθες ρητορείες. 2. (λογοτ.) που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το βάθος του, πολύ βαθύς· άπατος: Kαι το καράβι το κατάπιε η θάλασσα μέσα στ΄ άβαθα νερά της.
άβαθα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [α- 1 βάθ(ος) -ος (πρβ. ελνστ. ἀβαθής)]
- αβανιά η [avaná] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. άδικη κατηγορία· συκοφαντία, κακολογία: Tου κόλλησαν την ~ πως τάχα αυτός ήταν ο κλέφτης. Πιο πολύ τον έπνιγαν οι αβανιές του κόσμου. 2. ζημιά, κακοτυχία, συμφορά: Mε βρήκαν / έπαθα πολλές αβανιές.
[μσν. αβάν(ης) `συκοφάντης΄ -ιά < αραβ. hawān -ης `προδότης΄]
- αβανιάρης -α -ικο [avanáris] Ε9 : (λαϊκότρ., λογοτ.) που συνηθίζει να λέει, να διαδίδει αβανιές· συκοφάντης.
[αβαν(ιά) -ιάρης]
- αβασίλευτος 2 -η -ο : α.(για τον ήλιο ή άλλους αστέρες) που δεν έδυσε ακόμα, που βρίσκεται λίγο πριν από τη δύση του: Tο φεγγάρι ήταν αβασίλευτο σαν φτάσαμε. β. (μτφ. για τα μάτια) που δεν έκλεισαν. γ. (λογοτ.) ατέλειωτος: T΄ αβασίλευτα σκοτάδια του αιώνιου χαμού.
[α- 1 βασιλεύ(ω)II -τος]
- αβασταγό το [avastaγó] & βασταγό το [vastaγó] Ο38 : (λογοτ.) κάθε ζώο που το φορτώνουμε (άλογο, γαϊδούρι)· υποζύγιο.
[βα-: ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. βασταγός `που αντέχει΄ < θ. βασταγ- του βαστάζω (πρβ. ελνστ. βασταγή `μεταφορά΄) -ός (αναλ. προς τα βόσκω - βοσκός, τρέφω - τροφός)· αβα-: ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ. [ta-va > tava > t-ava] ]