Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγέννηση [anayénisi] η, gen αναγέννησης & αναγεννήσεως, pl αναγεννήσεις (L)
- ① lit rebirth, regeneration (syn αναβίωση, ξαναγέννημα):
- κάθε είδος όντων και ακόμα και κάθε άτομο διαθέτει συγκεκριμένο σκοπό ανάλογα με το μέγεθος, ..., την εξάντληση και την ~ των οργάνων (Louros)
- ⓐ bot acquisition by a plant of new parts such as roots, branches, leafage etc, regeneration
- ② fig acquisition of new vigor, resurgence, rebirth, regeneration (syn αναδημιουργία, αναμόρφωση, ανανέωση):
- ~ της ζωής, ~ της οικογένειας, του τόπου |
- κοινωνική ~ |
- ~της παιδείας και της κουλτούρας |
- ~ των επιστημών or επιστημονική |
- φιλολογική ~ |
- θεατρική ~, ~ της σκηνικής τέχνης |
- πνευματική ~ του κόσμου or του έθνους |
- ~ του πνεύματος, e.g. με τον Hufeland αρχίζει η πραγματική ~ του ιατρικού πνεύματος |
- το έργο του Παλαμά εσημείωσε την ~ του πνεύματος στον τόπο μας (Chatzinis) |
- ο Bηλαράς, "πρόδρομος" της αναγέννησης του δημοτικού λόγου στην πνευματική ζωή (Melas) |
- το μεγάλο κίνημα του δημοτικισμού γοργά προβαίνει από το 1882 με στέρεο βήμα για την ~ της ζωντανής παράδοσης (id.) |
- το ιταλικό θέατρο ζη με αναγεννήσεις (Athanasiadis-N) |
- ~ της σκηνικής τέχνης |
- η επίσκεψη στους Aγίους τόπους είναι μία ~ |
- ~ της ποιήσεως, του ιστορικού μυθιστορήματος
- ⓑ revival, esp of a race, nation, state, or culture:
- ~ του γένους των Eβραίων |
- ελληνική ~ (18th-19th c.) (near-syn διαφωτισμός) e.g. το Σολωμό τον σήκωνε στα φτερά του το τεράστιο κίνημα της ελληνικής αναγέννησης (Melas) |
- νεοελληνική ~, e.g. ο Pήγας στάθηκε ο πρώτος αληθινός και γνήσιος ιδεολόγος της νεοελληνικής αναγέννησης (id.) |
- πολιτική ~ της Eλλάδος (syn ανάσταση των Eλλήνων ως έθνους και ως κράτους) (Vacalop) |
- η ~ της Eλλάδος στο Bυζάντιο (Kanellop) |
- η ~του ελληνικού έθνους the revival, i.e. its liberation fr slavery through the revolution of 1821-7
- ⓒ η Aναγέννηση the Renaissance, in Italy (13th-16th c.) and later (until the 18th c.) in Europe:
- Aναγέννηση, αναμόρφωση της ανθρωπίνης ζωής (Georgoulis) |
- ιταλική Αναγέννηση |
- πρώιμη Αναγέννηση quatrocento (syn πρωτοαναγεννησιακή εποχή) κλασική Αναγέννηση quinquecento, high Renaissance, όψιμη or ύστερη Αναγέννηση late Renaissance (syn υστεροαναγεννησιακή εποχή) |
- εποχή της Aναγεννήσεως |
- γοτθική Αναγέννηση |
- αρχιτεκτονική και ζωγραφική της Αναγεννήσεως |
- τα έργα των μεγάλων ζωγράφων της Αναγέννησης
- ③ theol, eccl regeneration, rebirth:
- ~ της ψυχής spiritual rebirth
[fr MG αναγέννησις ← ByzG, PatrG ← K (Philo)]
- ① lit rebirth, regeneration (syn αναβίωση, ξαναγέννημα):
- αναγεννώμενος, -η (& L αναγεννωμένη), -ο [anayenómenos] (L)
- being regenerated, being revived (syn αναζωογονούμενος):
- αναγεννώμενη φυλή, αναγεννώμενο έθνος |
- ο ~ ελληνισμός, e.g. η δόξα των προγόνων ήταν η πιο ευαίσθητη χορδή για τον αναγεννώμενο ελληνισμό (Vranousis) |
- η αναγεννωμένη Eλλάς |
- η αναγεννωμένη μικρή πόλη or η αναγεννωμένη τότε μικρή πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου (Skouzes) |
- η Eλένη στον Φάουστ δεν είναι άλλη από την αναγεννώμενη κουλτούρα (Panagiotop) |
- το μήνυμα του φιλελευθερισμού εμπνέει την αναγεννώμενη Δύση (Sotirakis) |
- τα φιλελεύθερα καθεστώτα της πολιτικά αναγεννώμενης Eυρώπης (Papanoutsos) |
- το "Mάννα μου!" εκφράζει τον κόσμο που ζητούσε να τον δη ολοζώντανο στην αναγεννώμενη λογοτεχνία μας ο Παλαμάς (Chourmouzios)
[prpp of αναγεννώ]
- being regenerated, being revived (syn αναζωογονούμενος):
- ανδροκρατικός, -ή, -ό [an∂rokratikόs] (L)
- androcratic (ant γυναικοκρατικός):
- ανδροκρατική κοινωνία-κουλτούρα |
- για τη μη τεκνοποίηση, κατά τις τότε ανδροκρατικές αντιλήψεις, έφταιγε πάντα η γυναίκα (IPetrop)
[neol (kath), der of ανδροκρατία w. suff -ικός]
- androcratic (ant γυναικοκρατικός):
- αντιπαιδαγωγικός, -ή, -ό [andipe∂aγoyikós] (L)
- prejudicial to pedagogy, antipedagogical (ant παιδαγωγικός):
- αντιπαιδαγωγικό σύστημα |
- αντιπαιδαγωγικά θεάματα |
- πολλοί θεωρούν αντιπαιδαγωγικό το λαϊκό παραμύθι με τους δράκους και τις άπονες μητριές του (Papanoutsos) |
- o ~ Kαβάφης είναι άπειρα παιδαγωγικότερος από τους Aισώπους της νεοελληνικής κουλτούρας (Diktaios)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπαιδαγωγικός, cpd w. παιδαγωγικός]
- prejudicial to pedagogy, antipedagogical (ant παιδαγωγικός):
- εξαγωγή η [eksaγojí] Ο29 : 1.ANT εισαγωγή. α. (για εμπόρευμα) διάθεση, πώληση στην αγορά του εξωτερικού: ~ αγροτικών / βιοτεχνικών / βιομηχανικών προϊόντων. Προϊόντα που παράγονται τόσο για εγχώρια κατανάλωση όσο και για ~. Xρηματοδότηση των εξαγωγών. || (πληθ.) το σύνολο των εμπορευμάτων που εξάγονται: Aύξηση / μείωση των εξαγωγών. β. (για άλλα αγαθά) μεταφορά σε άλλη χώρα: ~ κεφαλαίων. Kαταδικάστηκε για λαθραία ~ συναλλάγματος. || (επέκτ.) διάδοση σε άλλη χώρα: ~ κουλτούρας / της επανάστασης. 2. (λόγ.) α. βγάλσιμο, αφαίρεση: ~ του δοντιού, αφαίρεση από τον οδοντίατρο. ~ των καυσαερίων ενός θερμικού κινητήρα, εκπομπή. β. δημιουργία, διατύπωση ύστερα από λογική διαδικασία: ~ συμπερασμάτων. || (μαθημ.) υπολογισμός: ~ των ακέραιων μονάδων ενός κλάσματος. ~ της τετραγωνικής ρίζας ενός αριθμού.
[λόγ. < αρχ. ἐξαγωγή]
- επαρχιώτης ο [eparxiótis] Ο10 θηλ. επαρχιώτισσα [eparxiótisa] Ο27 : 1.αυτός που κατοικεί στην επαρχία ή κατάγεται από αυτή σε αντιδιαστολή με τον κάτοικο της πρωτεύουσας ή και του μεγάλου αστικού κέντρου: Nοοτροπία επαρχιώτη. 2. για άνθρωπο με νοοτροπία, συμπεριφορά, κουλτούρα κτλ. περιορισμένη σε στενά τοπικά πλαίσια.
επαρχιωτάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπαρχιώτης `κάτοικος μιας επαρχίας΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. επαρχία· λόγ. επαρχιώτ(ης) -ισσα]
- επαρχιώτικος -η -ο [eparxiótikos] Ε5 : που αναφέρεται στον επαρχιώτη, στον άνθρωπο με αντίστοιχη νοοτροπία, συμπεριφορά, κουλτούρα κτλ. ή στην επαρχία2: Επαρχιώτικο ντύσιμο / φέρσιμο. Επαρχιώτικες συνήθειες.
επαρχιώτικα ΕΠIΡΡ. [επαρχιώτ(ης) -ικος]
- κουλτούρα η [kultúra] Ο25α : 1. πνευματική και ψυχική καλλιέργεια, ως αποτέλεσμα μακράς διαδικασίας μάθησης και εκπαίδευσης· παιδεία1: Άνθρωπος με μεγάλη ~. (έκφρ., ειρ.) βαριά ~, για σοβαροφανή διανοούμενο. || σύνολο αφομοιωμένων γνώσεων που αναφέρονται σε έναν ειδικό τομέα: Έχει λογοτεχνική ~. 2. σύνολο γνώσεων, τεχνικών εξελίξεων, παραδόσεων, εθίμων, μορφών συμπεριφοράς κτλ. που χαρακτηρίζουν ή συγκροτούν ένα δεδομένο κοινωνικό σύνολο· πολιτισμός1,2: Λαϊκή ~. Ευρωπαϊκή ~. || Bιομηχανική ~, η κουλτούρα του ανθρώπου της βιομηχανικής εποχής. ~ των μαζών. Mαζική ~, κοινή πολιτιστική αντίληψη και συμπεριφορά που έχει επιβληθεί κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
[λόγ. < γερμ. Kultur (στη νέα σημ.) < λατ. cultura `καλλιέργεια της γης, του πνεύματος΄ κατά τη μορφή της λατ. λ.]
- λαϊκός -ή -ό [laikós] Ε1 : 1. που ανήκει, αναφέρεται, απευθύνεται στο λαό3, που προέρχεται από αυτόν, τον εκφράζει ή είναι δημιούργημά του: Λαϊκή τέχνη / μουσική / δημιουργία / κουλτούρα / σοφία. Λαϊκό τραγούδι / καθεστώς. ~ χορός. Λαϊκά αιτήματα. Λαϊκές διεκδικήσεις. Λαϊκοί θεσμοί. Λαϊκό προσκύνημα και ως έκφραση γίνεται λαϊκό προσκύνημα*. || Λαϊκή δημοκρατία, το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε αρχικά σε χώρες (ιδιαίτερα της Aνατολικής Ευρώπης) μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο: Λαϊ κή δημοκρατία της Aλβανίας / της Bουλγαρίας / της Ουγγαρίας / της Yεμένης. || Λαϊκό πανεπιστήμιο, εκπαιδευτικό ίδρυμα που παρέχει γενικές ή επαγγελματικές γνώσεις σε διάφορες κατηγορίες πολιτών, χωρίς να απαιτούνται πιστοποιητικά προηγούμενης φοίτησής τους. || Λαϊκό δικαστήριο, που συγκροτείται για ειδικούς λόγους από εκλεγμένους πολίτες και αντικαθιστά το τακτικό δικαστήριο. || Λαϊκή επιμόρφωση, θεσμός για τη μόρφωση και την εκπαίδευση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. || Λαϊκό μέτωπο*. 2. που απευθύνεται, ταιριάζει στο λαό4, που προορίζεται γι΄ αυτόν ή χρησιμοποιείται από αυτόν: Λαϊκή συνοικία / πολυκατοικία / γλώσσα. Λαϊκές τιμές. Λαϊκό εστιατόριο. Λαϊκή αγορά και ως ουσ. η λαϊκή, αγορά που λειτουργεί περιοδικά σε ένα χώρο με τιμές φτηνές και προσιτές στον πολύν κόσμο και στην οποία συνήθ. πουλούν τα προϊόντα τους οι παραγωγοί: Kάθε Tρίτη ψωνίζουμε από τη λαϊκή. || (ως ουσ.) το λαϊκό, το λαϊκό λαχείο: Πάρε ένα λαϊκό. || Λαϊκή απογευματινή, για θεατρική παράσταση με μειωμένο εισιτήριο. || μάγκικος: Λεξικό της λαϊκής. 3. που δεν ανήκει στον κλήρο, στους κληρικούς: Tα λαϊκά μέλη του συνεδρίου διαφώνησαν με τους κληρικούς. || (ως ουσ.) ο λαϊκός. ANT κληρικός.
λαϊκά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1, 2: ελνστ. λαϊκός & σημδ. γαλλ. populaire· 3: σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.]
- παιδεία η [peδía] Ο25 : 1.πνευματική καλλιέργεια· μόρφωση, κουλτούρα: Aνθρωπιστική ~. Έλλειψη παιδείας. (λόγ. έκφρ.) θύραθεν* ~. άμοιροι* παιδείας. 2. εκπαίδευση: Yπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Οι κρατικές δαπάνες για την ~. «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», κεντρικό σύνθημα της φοιτητικής εξέγερσης του 1973.
[λόγ.: 1: αρχ. παιδεία· 2: σημδ. γαλλ. éducation (nationale)]