Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριολινάρι [aγriolinári] το, (& αγριολίναρο) bot
- ① Linum angustifolium:
- αγριολίναρο του βουνού
- ② wild plants similar to linum such as bastard toadflax, Thesium humile (syn αρμύρα, αρμυρήθρα) ; two kinds of delphinium, i.e. larkspur, Delphinium ajacis (syn καπουτσίνος) and Delphinium paniculatum
[cpd w. λινάρι]
- ① Linum angustifolium:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπουτσίνι το [kaputsíni] Ο44 : είδος φυτού που τα λουλούδια του μοιάζουν με χωνάκια· καπουτσίνος 3.
[καπουτσίν(ος) 3 υποκορ. -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπουτσίνο ο [kaputsíno] & καπουτσίνο το [kaputsíno] Ο (άκλ.) : είδος καφέ εσπρέσο στον οποίο προσθέτουν κρέμα γάλακτος ή ζεστό γάλα και συχνά και κανέλα.
[ιταλ. cappuccino (από την ομοιότητα του χρώματος με το καπουτσίνος 1) και αρσ. κατά το καφές]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπουτσίνος 1 ο [kaputsínos] Ο18 : καθολικός μοναχός που ανήκει στο ομώνυμο τάγμα.
[ιταλ. cappuccino -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπουτσίνος 2 ο : είδος πιθήκου.
[λόγ. < καπουτσίνος 1 σημδ. αγγλ. capu chin (< cappuccino), επειδή η κόμη του μοιάζει με κουκούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπουτσίνος 3 ο : είδος φυτού που τα λουλούδια του μοιάζουν με χωνάκια· καπουτσίνι.
[ιταλ. cappuccino (υποκορ. του cappuccio `κουκούλα΄) -ς]