Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εσπρέσο ο [esprséso] Ο (άκλ.) : ονομασία ιταλικού καφέ: Mηχάνημα για ~, η ειδική καφετιέρα. || (ως επίθ.): Kαφές ~.
[λόγ. < ιταλ. espresso]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπουτσίνο ο [kaputsíno] & καπουτσίνο το [kaputsíno] Ο (άκλ.) : είδος καφέ εσπρέσο στον οποίο προσθέτουν κρέμα γάλακτος ή ζεστό γάλα και συχνά και κανέλα.
[ιταλ. cappuccino (από την ομοιότητα του χρώματος με το καπουτσίνος 1) και αρσ. κατά το καφές]