Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθησιακός -ή -ό [esθisiakós] Ε1 : 1.ερωτικός και ιδίως σεξουαλικός: Aισθησιακή συγκίνηση / διάθεση / ηδονή. Aισθησιακές εξάψεις. Aισθησιακά όργια. ~ έρωτας, φιλήδονος. α. που προκαλεί τη σχετική ερωτική και ιδίως σεξουαλική διάθεση: Aισθησιακή ατμόσφαιρα / γυναίκα. Aισθησιακό στόμα. Aισθησιακά χείλη. β. που περιγράφει σχετικές καταστάσεις: Aισθησιακή τέχνη. Aισθησιακό ποίημα / μυθιστόρημα. 2. (σπάν.) για κτ. που γίνεται με τις αισθήσεις: Aισθησιακή εποπτεία. Ο εποπτικός λόγος αντιστοιχεί στο αισθησιακό αντίκρισμα του κόσμου.
αισθησιακά ΕΠIΡΡ: Άντρες / γυναίκες που μόνο ~ αγαπούν. [λόγ. αίσθησι(ς) -ακός μτφρδ. γαλλ. sensuel & αγγλ. sensual]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απριορισμός [apriorizmós] ο, philos
- the doctrine that knowledge rests upon principles that are self-evident to reason or are presupposed by experience in general, apriorism (ant αποστεριορισμός):
- ο Kαντ με την περίφημή του θεωρία για τους εποπτικούς τύπους μας φέρνει στον απόλυτο ιδεαλισμό και απριορισμό (Theodoridis) |
- οι εργασίες του Russell έδειξαν ότι δεν ήταν κάτι το αδύνατο η συνδιαλλαγή του εμπειρισμού της φυσικής με τον απριορισμό (Georgoulis) |
- θα μπορούσαμε να ειπούμε για την υπόθεση του απριορισμού ότι είναι ακριβής σε ό,τι αμφισβητεί (Papanoutsos) |
- ο έντονος ~ της εξήγησης αυτής δεν αφήνει καθαρά να φανεί η βαθύτερη αλληλουχία και συνεξάρτηση νόησης και εμπειρίας (id.)
[der of απριόρι w. suff -ισμός]
- the doctrine that knowledge rests upon principles that are self-evident to reason or are presupposed by experience in general, apriorism (ant αποστεριορισμός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αριθμητήριο το [ariθmitírio] Ο40 : εποπτικό μέσο για τη διδασκαλία της αριθμητικής σε μικρά παιδιά· άβακας.
[λόγ. αριθμητηρ- (δες αριθμητήρας) -ιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εποπτικός -ή -ό [epoptikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εποπτεία. 1. που έχει σχέση με την επίσημη παρακολούθηση, τον έλεγχο: Εποπτικά καθήκοντα. || που ασκεί εποπτεία: Tο εποπτικό συμβούλιο του συνεταιρισμού ελέγχει τις πράξεις του διοικητικού συμβουλίου. 2. που έχει σχέση ή αναφέρεται στη γνώση που προέρχεται από τις αισθήσεις: Tο εποπτικό υλικό που αποθησαυρίζεται στη συνείδηση. Εποπτική διδασκαλία, που απευθύνεται κυρίως στις αισθήσεις. Εποπτικά μέσα διδασκαλίας.
εποπτικά ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2. [λόγ. < αρχ. ἐποπτικός `που αναφέρεται σε μυημένο στα ελευσίνια μυστήρια΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. εποπτεία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίλια η [tsíla] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : στη ΦΡ κρατάω / φυλάω τσίλιες, παραφυλάω μήπως παρουσιαστεί αστυνομικό ή άλλο εποπτικό όργανο, την ώρα που συνεργάτης ή συνεργάτες μου κάνουν κτ. παράνομο ή παράτυπο, ώστε να τους ειδοποιήσω έγκαιρα: Ο ένας φύλαγε τσίλιες στη γωνία κι ο άλλος έγραφε παράνομα συνθήματα στον τοίχο. Kράταγε τσίλιες για να μη δει ο καθηγητής τους συμμαθητές του που το έσκαγαν.
[ιταλ. ουδ. ciglio `βλεφαρίδα, βλέφαρο΄, πληθ. ciglia που θεωρήθηκε θηλ. εν.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδρόγειος -ος / -α -ο [iδrójios] Ε15 : ~ σφαίρα, και ως ουσ. η υδρόγειος, η γη: Tαξίδεψε σ΄ όλη την υδρόγειο. || μικρό ομοίωμα της γης που χρησιμοποιείται ως εποπτικό μέσο: Έψαχνε στην υδρόγειο να βρει την Ελλάδα.
[λόγ. υδρο- + -γειος, σφαλερή δημιουργία μτφρδ. παλ. γαλλ. terraqué]