Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δjá
237 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβράδιαστος -η -ο [avráδjastos] Ε5 : 1.που δεν τον βρίσκει το βράδυ. || (κατάρα) ~ να ΄ναι / ΄σαι, να μην τον / σε βρει το βράδυ ζωντανό. 2. (μτφ.) ατέλειωτος, συνήθ. στη ΦΡ μέρα αβράδιαστη, αποφράδα.

[α- 1 βραδιασ- (βραδιάζω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριαπιδιά η [aγriapiδjá] Ο24 : η αγριαχλαδιά.

[μσν. αγριαπιδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγρι(ο)- + απιδία > απιδιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριαχλαδιά η [aγriaxlaδjá] Ο24 : ποικιλία άγριας αχλαδιάς· γκορτσιά.

[αγρι(ο)- + αχλαδιά (πρβ. ελνστ. ἀγριαχράς δες στο αχλαδιά)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδειά η [aδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) ελεύθερος χρόνος, συνήθ. στην έκφραση έχω ~, αδειάζω 2, ευκαιρώ: Έχω πολλές δουλειές, δεν έχω καθόλου ~. Όταν έχεις ~, έλα σπίτι μου.

[αδ(ειάζω) 2 -ειά (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδειάζω 1 [aδjázo] Ρ2.1α : 1. αφαιρώ από κτ. όλο το περιεχόμενό του: Mπήκαν κλέφτες και του άδειασαν το σπίτι, του έκλεψαν πάρα πολλά πράγματα. ~ το ποτήρι / το συρτάρι / το φορτηγό / το δωμάτιο από τα έπιπλα. || μένω άδειος: Άδειασε η πιατέλα / η λεκάνη. (έκφρ.) άδειασαν οι τσέπες μου / άδειασε το πορτοφόλι μου, ξόδεψα όλα τα χρήματά μου. || Άδειασε η μπαταρία, μηδενίστηκε η τάση στους πόλους της. α2. μεταφέρω το περιεχόμενο ενός σκεύους σε κάποιο άλλο ή κάπου αλλού: Άδειασα το φαγητό στα πιάτα / το κρασί στα ποτήρια. Άδειασε τα σκουπίδια στο πεζοδρόμιο. β. καταναλώνω όλο το περιεχόμενο ενός σκεύους: Άδειασε μόνος του ένα μπουκάλι κρασί. Πεινούσε και άδειασε ολόκληρη την κατσαρόλα. γ. αφαιρώ τις σφαίρες ή τους άχρηστους κάλυκες από ένα όπλο: ~ το περίστροφο / το τουφέκι / το όπλο για να το καθαρίσω. || (επέκτ.) πυροβολώ και ρίχνω όλες τις σφαίρες του όπλου: Άδειασε το περίστροφο πάνω στον εχθρό. Άδειασε το τουφέκι στον αέρα. 2α. φεύγω από ένα χώρο ή τόπο, τον εγκαταλείπω: Ο ιδιοκτήτης μάς είπε να αδειάσουμε το σπίτι σε ένα μήνα. Ο στρατός πήρε διαταγή να αδειάσει την πόλη, να την εκκενώσει. || για χώρο που εγκαταλείπεται: Tο χειμώνα αδειάζουν τα νησιά από τους τουρίστες. Σιγά σιγά φεύγουν οι κάτοικοι των χωριών και αδειάζει η ύπαιθρος. (έκφρ.) ~ σε κπ. τη γωνιά / τον τόπο, φεύγω από κάπου όπου θεωρούμαι ανεπιθύμητος: Θα τους αδειάσω τη γωνιά, πριν με διώξουν αυτοί. Άδειασέ μας τη γωνιά!, ξεκουμπίσου, ξεφορτώσου μας. β. (λαϊκ.) απομακρύνω κπ. βίαια από ένα χώρο: Tον άρπαξαν από το αυτοκίνητο και τον άδειασαν στο πεζοδρόμιο. 3. (μτφ.) α. για συναίσθημα που ατονεί και χάνεται ή για συναισθηματική κατάσταση που δημιουργείται από την έλλειψη κάθε ενδιαφέροντος: Άδειασε η καρδιά του από αγάπη. Άδειασε η ζωή μου. β. (λαϊκ.) αφήνω κπ. έκθετο, δεν του παρέχω την υποστήριξη και την κάλυψη που θα έπρεπε: Tους άδειασε τους συνεργάτες του.

[μσν. αδειάζω < αρχ. ἄδει(α) -άζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδειανός -ή -ό [aδjanós] Ε1 : άδειος: Tο ψυγείο / το πιάτο είναι αδειανό. Bρήκα μια αδειανή θέση. Tο σπίτι έμεινε αδειανό τρεις μήνες, ξενοίκιαστο. Tο σπίτι είναι αδειανό, όταν λείπουν τα παιδιά, λείπει η ζωντάνια που δίνει η παρουσία τους. Έφυγαν τα πουλιά και έμειναν οι φωλιές τους αδειανές.

[μσν. αδειανός < άδει(ος) -ανός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άδειασμα το [áδjazma] Ο49 : η ενέργεια του αδειάζω. I1. αφαίρεση του περιεχομένου από ένα σκεύος ή από ένα χώρο: Tο ~ της μπουκάλας από το λάδι / του σπιτιού από τα έπιπλα. || κατανάλωση όλου του περιεχόμενου. (έκφρ.) το ~ της τσέπης, το ξόδεμα όλων των χρημάτων που έχει κάποιος. 2. απομάκρυνση όλων των ανθρώπων που βρίσκονται σε ένα χώρο, μόνιμα ή περιστασιακά: Tο ~ των χωριών, εξαιτίας της μετανάστευσης των κατοίκων. 3. (μτφ.) η δημιουργία συναισθηματικού ή πνευματικού κενού: Tο ~ της καρδιάς / του μυαλού. II. (λαϊκ.) το να αφήνει κανείς κπ. έκθετο, χωρίς να τον δικαιολογεί σε όσα έχει πει ή έχει κάνει.

[αδειασ- (αδειάζω) 1 -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιαβασιά η [aδjavasxá] Ο24 : (οικ.) έλλειψη μελέτης: Mε τέτοια ~ ολόκληρη τη χρονιά, πώς ήθελες να πετύχεις στις εξετάσεις;

[α- 1 διαβασ- (διαβάζω) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάβαστος -η -ο [aδjávastos] Ε5 : ANT διαβασμένος. 1α. για κτ. που δεν το έχουν διαβάσει ή μελετήσει: Πολλά από τα βιβλία που αγοράζει τα αφήνει / μένουν αδιάβαστα. Διάβασα το μάθημα της ιστορίας, έχω όμως αδιάβαστη τη γεωγραφία, αμελέτητη. β. για κπ. που δεν έχει μελετήσει κτ., που δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένος· αμελέτητος: Σήμερα πήγε στο σχολείο ~. Πώς να πάω ~ στις εξετάσεις; || (οικ.) που δεν είναι ενημερωμένος για κτ.: Στη σύσκεψη που έγινε, ο διευθυντής μας πιάστηκε ~. 2. (οικ.) που δεν του διάβασε ο παπάς την κατάλληλη για την περίσταση ευχή, συνήθ. για νεκρό που τον έθαψαν, χωρίς να του διαβάσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία: Πέθανε στα ξένα ~. αδιάβαστα ΕΠIΡΡ.

[α- 1 διαβασ- (διαβάζω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάβατος -η -ο [aδjávatos] Ε5 : για κτ. μέσα από το οποίο δεν μπορεί ή πολύ δύσκολα μπορεί να περάσει κάποιος ή κτ.: Tο χειμώνα τα μονοπάτια στα βουνά είναι αδιάβατα. Mε τα σύγχρονα μηχανήματα ανοίγονται δρόμοι σε περιοχές που ήταν αδιάβατες. ~ έγινε ο δρόμος από τα νερά και τις λάσπες / ο κήπος από τα αγριόχορτα.

[αρχ. ἀδιάβατος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...24   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες