Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγαυριάζω.
-
- Kατέχομαι από μεγάλη σαρκική ορμή:
- ξεδομένη … και αναγαυριασμένη (Συναξ. γυν. 1068).
[<πρόθ. ανά + γαυριάζω· πβ. και μτγν. εγγαυριάω (Steph., LBG)]
- Kατέχομαι από μεγάλη σαρκική ορμή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαβριάς ο [γavriás] Ο1 : (σπάν.) έξυπνο και χαριτωμένο αλητάκι· (πρβ. χαμίνι).
[λόγ. < γαλλ. gavroche < ανθρωπων. Gavroche (ήρωας των Aθλίων του V. Hugo), με παρετυμ. προς το αρχ. γαυριῶ `έχω περήφανο ύφος, σκιρτάω σαν πουλάρι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαυριάζω.
-
- Εξαγριώνομαι, μαίνομαι:
- (Διγ. Esc. 1485).
[<αόρ. του γαυριώ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Εξαγριώνομαι, μαίνομαι:
[Λεξικό Κριαρά]
- γαυρίζω.
-
- Εξαγριώνομαι, μαίνομαι:
- έχουν φύσιν και δακρύζουν και αληθινά γαυρίζουν (Συναξ. γυν. 974 (έκδ. ‑ιάζουν· διόρθ. Ξανθουδίδης)).
[<γαυριάζω κατά τα ρ. σε ‑ίζω. Τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Εξαγριώνομαι, μαίνομαι:
[Λεξικό Κριαρά]
- γαυριώ.
-
- (Μέσ.) υπερηφανεύομαι:
- Ήλθε … υπέρογκος και γαυριώμενος (Καναν. 63).
[αρχ. γαυριάω. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ιάζω)]
- (Μέσ.) υπερηφανεύομαι:
[Λεξικό Κριαρά]
- κατηφής, επίθ.
-
- Σκυθρωπός, λυπημένος· ντροπιασμένος:
- (Ψευδο-Σφρ. 39417)·
- οι … γαυριωμένοι το πρότερον άφνω κατηφείς ευρέθησαν και αχρείοι (Καναν. 506).
[αρχ. επίθ. κατηφής. Η λ. και σήμ.]
- Σκυθρωπός, λυπημένος· ντροπιασμένος: