Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλλίστρα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρκεμπουζοδόξαρο [arcebuzo∂όksaro] το,
  • type of crossbow used for throwing arrows, stones etc, arbalest (syn βαλλίστρα, πετρόβολο):
    • χτυπιόνται αλύπητα με τις λουμπάρδες, με τ' αρκεμπουζοδόξαρα, με τα κοντάρια και με τα ντουφέκια (Petsalis)

[fr postmed αρκεμπουζοδόξαρο, cpd of αρκεμπούζι & δοξάρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλλίστρα η [valístra] Ο25 : πολεμικό όπλο που εκσφενδόνιζε βλήματα (βέλη, πέτρες, ακόντια).

[λόγ. < μσν. βαλλίστρα αντδ. < υστλατ. ballist(r)a < αρχ. βάλλω `ρίχνω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λαντζόνιν το· λαντζούνιν· λατζόνι(ν)· λατζούνι(ν).
  • Ακόντιο, δόρυ· βέλος που εκτοξεύεται με βαλλίστρα:
    • βάλλοντες μετά σφενδόνων … και λατζονίων (Ερμον. Π 191
    • το λατζούνι οπού βάστα πετά … (Πιστ. βοσκ. IV 3, 247 (έκδ. λαξ‑)
    • σαΐτες και λατζόνια και άλλα βέλη πτερωτά (Θησ. (Foll.) I 55).

[<ιταλ. lancione. Τ. ‑ούνι στο Βλάχ. Τ. ‑ι σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Ά 210)]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαλέστρα η· παλέστρα.
  • 1)
    • α) Είδος φορητού όπλου που αποτελείται βασικά από ένα τόξο προσαρμοσμένο σταυρωτά στο άκρο ξύλινου στελέχους και χρησιμοποιείται για την εκτόξευση βελών ή ακοντίων, βαλλιστρίδα (ή βαλλίστρα):
      • παλέστρες, κοντάρια (Ασσίζ. 4915
      • έχει μία ξέρη όσον να σύρεις με την μπαλέστρα (Πορτολ. Α 2681‑2
    • β) (μετων.) βέλος:
      • σκιουπέτα ρίκτασι, μπαλέστρες και κοντάρια (Κορων., Μπούας 57).
  • 2) Πολιορκητική μηχανή, είδος καταπέλτη, βαλλίστρα:
    • εχάλασε με τες παλέστρες τα τειχία της χώρας (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 286).

[<παλαιότ. γαλλ. balestre - ιταλ. balestra. Πβ. λ. βαλλίστρα (<υστλατ. ballistra) τον 6. αι. Η λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες