Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανατέλλω.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1)
- α) (Προκ. για το φως, την ημέρα) ανατέλλω, φωτίζω:
- (Λίβ. Esc. 2590), (Διγ. Gr. 1302)·
- β) (προκ. για άστρο) ανατέλλω:
- (Διγ. Z 1843)·
- (ιδιάζ. χρ.):
- έδωκεν ο ήλιος το πρωί και ανέτειλεν το κάστρον (Λίβ. (Lamb.) N 625).
- α) (Προκ. για το φως, την ημέρα) ανατέλλω, φωτίζω:
- 2) (Προκ. για άνθη) «ανοίγω»:
- άνθος ρόδων … οπηνίκα ταις κάλυξιν άρχεται ανατέλλειν (Διγ. Gr. 2367).
- 3) Προέρχομαι από κ.:
- εκ της φύσεως του Θεού ανατέλλουσι λόγος και πνεύμα (Iστ. πατρ. 859).
- 4) Eμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, αναφαίνομαι:
- ο Kύριος … ανάτειλεν από τη Σειρ αυτωνών (Πεντ. Δευτ. XXXIII 2).
- 1)
- Β´ Mτβ.
- 1) (Προκ. για το Θεό) κάνω να ανατείλει (ο ήλιος, η σελήνη):
- (Iστ. Bλαχ. 1313), (Διγ. Z 60).
- 2) Προβάλλω, αναφέρω, εκφέρω:
- λόγο ν’ ανατείλω (Φορτουν. Iντ. β´ 98)·
- ν’ ανατείλω άλλους λογαριασμούς (Φορτουν. Iντ. α´ 74).
- 1) (Προκ. για το Θεό) κάνω να ανατείλει (ο ήλιος, η σελήνη):
[αρχ. ανατέλλω. H λ. και σήμ.]
- Α´ Aμτβ.
- αυτός 2 -ή -ό αντων. δεικτ. (βλ. Ε1) προφ. γεν. εν. και αυτουνού, αυτηνής, αυτουνού, γεν. πληθ. και αυτωνών, αιτ. πληθ. αρσ. και αυτουνούς : σε αντιδιαστολή προς τη δεικτική αντωνυμία εκείνος, χρησιμοποιείται για να δείξει ο ομιλητής κπ. ή κτ. που είναι κοντά του χρονικά ή τοπικά (με ανάλογο βλέμμα ή κίνηση του χεριού), κτ. που αναφέρθηκε πριν από λίγο ή γενικά για να δείξει κτ. ανεξάρτητα από το σε ποια απόσταση από αυτόν βρίσκεται. 1. τοπικά: Nα, αυτό είναι το σπίτι μας. Δε μου αρέσει αυτό· προτιμώ εκείνο. ~ είναι ο καινούριος δάσκαλος. Aυτή είναι η αλήθεια. Aυτή η δουλειά δε σου ταιριάζει. || συχνά μαζί με το εδώ, δα, πια για να δηλωθεί ακριβέστερα ή εντονότερα η επιρρηματική του σημασία: Σ΄ αυτήν εδώ την αυλή παίζαμε με τις ώρες. ~ εδώ φταίει. Aυτό δα το σπιτάκι. (έκφρ.) αυτό (πια) να λέγεται*. αυτό μας έλειπε* (τώρα)! ~ / αυτό μας έλειπε*. 2. χρονικά: Πέρασε κι αυτό το καλοκαίρι, το φετινό. Πάει κι αυτή η μέρα, η σημερινή. Aυτή η εποχή είναι πολύ δύσκολη, η τωρινή. 3. με ατονημένη τη δεικτική σημασία και με το αναφορικό που το οποίο εισάγει αναφορική πρόταση: Nα κάνεις αυτό που σου είπα. Aυτό που θέλω είναι η ηρεμία μου. || ΦΡ αυτά κι αυτά, οι απαράδεκτες, ανόητες πράξεις, απαράδεκτη συμπεριφορά: Aυτά κι αυτά με έκαναν να μη θέλω να τους δω. μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, με τα ίδια τα γνωστά και συνηθισμένα: M΄ αυτά και μ΄ αυτά, κύλησε η ώρα. μ΄ αυτά και μ΄ εκείνα*. ~ κι αν είναι*. ~ είσαι*.
[αρχ. αὐτός `ο ίδιος΄ (δες αυτός 1) ως ενισχυτικό της δεικτ. και της προσ. αντων.: αρχ. οyτος αὐτός, ἐγώ αὐτός, στην ελνστ. εποχή σε δεικτ. χρήση, μσν. και καθαρά δεικτ. αντων.]
- αυτός, -ή -ό [aftós] gen m & n αυτού (αυτουνού & αυτεινού), f αυτής (& αυτεινής & αυτηνής), acc m αυτόν (αυτόνε & αυτόνα), f αυτήν (& αυτήνα), pl m αυτοί (& αυτεινοί), gen pl αυτών (αυτώνε & αυτωνών & αυτωνώνε & αυτεινών), acc m αυτούς
- ① pers-pron he, she, it (syn δαύτος):
- μεγαλύτερος, μικρότερος απ' αυτόν |
- διαφωνεί, παίζει μ' αυτόν |
- ήρθε ο Γ. με την αδερφή του· αυτή είναι άρρωστη, ~ είναι καλά |
- ευτυχώς γι' αυτόν luckily for him |
- αν δεν ήταν ~ .. if it weren't for him .. |
- δεν το περίμενα απ' αυτόν I didn't expect it of him |
- L phr η αυτού (αυτής) μεγαλειότητα (υψηλότητα, εξοχότητα etc) (abbr A.M., A.Y., A.E.) his (her) majesty (highness, excellency etc) |
- και τι μ' αυτό; what of it, so what? |
- νομίζει ότι ~ είναι κι άλλος δεν είναι (or ~ κι όχι άλλος or ~ κι άλλος κανένας) said of people who have an exaggerated opinion of themselves |
- folkt αυτή φόρεσε αντρίκεια φορέματα και ξεκίνησε (Megas) |
- παραχώρησε τα προνόμια των Mετσοβιτών, όταν αυτοί διευκόλυναν το πέρασμα των στρατευμάτων του (Vacalop) |
- το παιδί μαθαίνει να προσαρμόζεται στη ζωή και ειδικότερα στην κοινωνική μορφή αυτής (Tsiantas) |
- αν θέλω, του τα τρώω εγώ αυτεινού τα πέντε χιλιάρικα (Glezos) |
- δεν μας χώριζε τίποτ' άλλο παρά μια στολή, αυτουνού πρασινωπή, χακιά η δική μου (Terzakis)
- ⓐ used contrastively or emphat (he) himself, (she) herself, (it) itself (syn ατός του 1b, ο ίδιος):
- δεν τον υποχρέωσε κανείς, ~ θέλησε να πάει στον πόλεμο |
- ~ ο ίδιος μου το είπε |
- θα βρω αυτήν την ίδια |
- προσπάθησε να λύσει ~ τον κόμπο |
- δεν ζητεί επιτέλους κανείς, ούτε ~ ακόμη ο θεός, από τον άνθρωπο τα αδύνατα (Papanoutsos) |
- ούτ' ~ ο Παπαδιαμάντης ο θεοφοβούμενος δεν έχει τόσο συχνά και τόσο κοντά του το θεό (Charis) |
- folks. σε καϊτερεί η μανούλα σου κι αυτή η αδερφή σου, | σε καϊτερεί η αγάπη σου, τώρα και τόσα χρόνια (DPetrop) |
- κι έστειλα τον πετρίτη μου, να πάει να κυνηγήσει· | ούτε κυνήγι μου 'φερε ούτε κι ~ του ήρτε (id.)
- ② this, that (syn τούτος, ant εκείνος):
- αυτή η εποχή |
- ο άρχοντας ~ |
- το όμορφο αυτό κορίτσι |
- ~ εδώ ο τοίχος |
- αυτό εκείνο το παιδί |
- L εκτός αυτού (or εκτός απ' αυτό) besides (this) |
- αυτό είναι that's it |
- αυτό είναι όλο that's all |
- αυτό ήτανε that was it, it's over |
- αυτή τη στιγμή at this (very) moment |
- αυτές τις μέρες nowadays; one of these days |
- σ' αυτό διαφωνούμε on this (point) we disagree |
- αυτή τη φορά δε τη γλυτώνει this time he won't escape |
- phr αυτά έχει ο άνθρωπος (κόσμος etc) that's the way man (the world etc) is |
- δεν περνάνε αυτά σε μένα I don't stand for (or I don't put up w.) these things (syn phr δεν τα σηκώνω εγώ αυτά) |
- τ' είν' αυτά που λες; what is it that you're saying, what are you talking about? |
- αυτό να λέγεται (or αυτό ν' ακούγεται) quite so, by all means, certainly, hear hear |
- αυτά που λες (or αυτά λοιπόν) concluding phr said at the end of a detailed narration |
- ~ (αυτή, αυτό) μας έλειπε only this was missing, that's all I (etc) needed [said ironically when someone (or sth) unwelcome or troublesome is added to one's troubles] |
- είχε .. ένα μερίδιο στην ιστορία αυτουνού του τόπου (Myriv) |
- υπάρχουν βιβλία γραμμένα για τους αμύητους και βιβλία γραμμένα για τους μυημένους· έχουν κι εκείνα κι αυτά την τεχνική τους (Dimaras) |
- η ιστορία του μουσείου Kαβάλας μαζί με αυτήν της αρχαιολογικής της υπηρεσίας αρχίζει το 1934 (DLazaridis) |
- rembetiko song ποιος σ' αγκαλιάζει αυτή την ώρα; (IPetrop) |
- poem ό,τι είπα αυτά τα λόγια, | μου εφανήκανε ομπρός | άλλες κόρες στολισμένες (Solom)
- ⓑ used contrastively or emphat this (one):
- ~ είναι φίλος (γιατρός etc)! now there's a friend (doctor etc)! |
- αυτό είναι κρασί! this is what I call wine! |
- αυτές είναι γυναίκες! γερά ζα και δουλευτάδικα (Venezis) |
- αριστερότερα μια άλλη διλοχία, υπό τον ταγματάρχη K. αυτή, θα είχε στόχους τα υψώματα Γάβρος, Tσούκα κλ (Terzakis) |
- δεν είναι να τους πεις τίποτα αυτουνούς· καθήσανε πάνω στα λεφτά τους και τα μετράνε (Petsalis)
- ⓒ used disparagingly this:
- ~ ο Π. σε πολλές φασαρίες μας βάζει |
- αυτή η μάνα του πολύ με αντιπαθεί |
- κι αυτοί οι γονείς γιατί δεν το συμμαζεύουν το παιδί τους;
- ⓓ phr ~ κι ~ such and such, one and another, this and that [said in order to avoid enumeration, specification, or repetition (of known or previously mentioned things)]:
- ~ κι ~ ήρθανε |
- αυτό κι αυτό μου είπε (syn phr το και το) |
- μετά τον καβγά πήγε και τον βρήκε· "αυτό κι αυτό συνέβη" της είπε |
- έχει αυτές κι αυτές τις δυνατότητες μόνο κι όχι άλλες (Lambridi)
- ③ w. relative που the one (that), what:
- δε βρίσκω αυτό που γυρεύω |
- αυτά που λες δεν τα πιστεύω |
- phr αυτό που σου λέω (εγώ) listen to what I'm telling you, I'm warning you |
- θα μας έρθει νέα καρυδιά στον τόπο αυτηνής που έφυγε (Venezis) |
- με τον χαρακτηρισμό 'λευκός άνθρωπος' εννοεί τον άνθρωπο της λευκής φυλής, αυτηνής που ανήκουμε κι εμείς (Papatsonis) |
- τα όπλα αυτών που έχουν κάποια περιουσία είναι ένα τόξο, μια ασπίδα κλ (Vacalop)
- ④ w. art. ο ~ (η αυτή, το αυτό) what's his name (her name, its name) [used when the speaker fails to remember or avoids using a name] (syn απαυτός 1):
- δεν ήρθε ακόμα ο ~; |
- δώσε μου το αυτό να βιδώσω τη βίδα
- ⑤ in voc αυτή hey you!:
- πού είσαι, αυτέ, φέρε μου μια σαλάτα
- ⑥ w. art. (L) the same (syn ο ίδιος):
- gym το αυτό repeat (the last exercise)! |
- από μια .. και την αυτή φιλολογικήν εποχή δε θα περισωθούν όλα τ' άτομα που την αποτέλεσαν (Gryparis) |
- όλα τα υλικά όντα ακολουθούν ένα και τον αυτό νόμο (Tatakis) |
- γι' αυτούς οι άνθρωποι και τα γελάδια είν' ένα και το αυτό (Tachtsis) |
- η έκταση και των δύο μελωδιών είναι η αυτή (IPetrop)
[fr postmed, MG αυτός ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① pers-pron he, she, it (syn δαύτος):
- γεμώ.
-
- Α´ (Μτβ.) γεμίζω κ. ή κάπ. με κ.:
- γεμοί (ενν. ο φοίνιξ) τας πτέρυγας αυτού αρωμάτων (Φυσιολ. (Zur.) XIII 15).
- Β´ (Αμτβ.) γεμίζω:
- με τα αίματ’ αυτωνών τα βούρκα εγεμούσαν (Παλαμήδ., Βοηβ. 304).
[μτγν. γεμόω. Βλ. και γεμώνω]
- Α´ (Μτβ.) γεμίζω κ. ή κάπ. με κ.:
- γενεά η· γενέ· γενέα· γενία· γενιά· γινεά.
-
- 1) Σύνολο μελών ενός γένους:
- εντροπίασα … όλην μου την γενέαν (Διγ. Esc. 158).
- 2) (Προκ. για ζώα) το είδος, η ράτσα:
- όρνεα πολλά πολλών γενεών (Διγ. Άνδρ. 3751).
- 3) Φυλή, έθνος:
- Σαρακηνός την γενεάν (Φλώρ. 29).
- 4) Σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο:
- απατά γενιά δέκατη να μη έρτει αυτωνών εις τη συναγωγή του Κύριου (Πεντ. Δευτ. XXIII 4).
- 5) Συγγένεια:
- με το να ήτον γενεά …, δεν έπεσε με ταύτην (Συναδ. φ. 50v).
[αρχ. ουσ. γενεά. Οι τ. ‑έα και ‑ία και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑έ και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑ιά και η λ. και σήμ.]
- 1) Σύνολο μελών ενός γένους:
- δοσμός ο.
-
- Ως σύστ. αντικ.
- 1) Βοήθεια, χάρισμα:
- δοσμό να δώσεις αυτουνού (ενν. του αδερφού σου του πενητού) (Πεντ. Δευτ. ΧV 10).
- 2) Δικαίωμα, μερίδιο:
- δοσμό να δώσεις αυτωνών διακράτηξης κλερονομιά (αυτ. Αρ. ΧΧVΙΙ 7).
- 1) Βοήθεια, χάρισμα:
[<αόρ. του δίνω + κατάλ. ‑μός]
- Ως σύστ. αντικ.
- κλητούριν το· κλητούριο.
-
- Κάλεσμα σε γεύμα· συμπόσιο:
- έκαμεν αυτωνών κλητούριο και έφαγαν και ήπιαν (Πεντ. Γέν. XXVI 30).
[<ουσ. κλητόριον (10. αι.). Τ. κλητούρι και κλητόρ’ σήμ. ιδιωμ.]
- Κάλεσμα σε γεύμα· συμπόσιο:
- λογαριάζω.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Υπολογίζω:
- λαβέ τα κατάστιχα και … λογάριασε ακριβώς πόσοι εισίν άνθρωποι (Σφρ., Χρον. 13220)·
- β) περιλαμβάνω, συνυπολογίζω:
- σπίτια της αυλάς ος δεν είναι αυτωνών … να λογαριάσετε (Πεντ. Λευιτ. XXV 31)·
- γ) τακτοποιώ, υπολογίζω:
- Πὄμαθες … εύμορφα τα πράγματα να τα λογαριάζεις; (Αιτωλ., Μύθ. 3716).
- α) Υπολογίζω:
- 2)
- α) Σκέφτομαι, υπολογίζω:
- Καθεείς πρέπει να λογαριάζει πράγμα που μεταχειρισθεί ανέν και ταιριάζει (Αιτωλ., Μύθ. 1911· Ερωφ. Β́ 221)·
- β) λαμβάνω υπόψη:
- δεν ελογαριάζανε τι πάθασι κι οι άλλοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31320).
- α) Σκέφτομαι, υπολογίζω:
- 3) Νομίζω, θεωρώ:
- λογάριαζε πως είν’ αναπαημένος (Ερωφ. Β́ 225)·
- ελογάριασέ την για κούρβα (Πεντ. Γέν. XXXVIII 15).
- 4) Σκοπεύω:
- κι αν λογαριάζω να μισέψω, μηδέν θαρείς και πάγω 'πό ξαυτόν σου (Κυπρ. ερωτ. 631).
- 5) Προσδοκώ, περιμένω:
- (Ροδολ. Έ 349)·
- είδανε πράμα ξαφνικό που δεν ελογαριάζα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32018).
- 6)
- α) Διηγούμαι, περιγράφω:
- θε να σου λογαριάσω ποιος μὄκοψε τα χέρια μου και μ’ άφησε στο δάσο (Ευγέν. 1299· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1347])·
- β) αναφέρω, κατονομάζω:
- (Θησ. Β́ [114]).
- α) Διηγούμαι, περιγράφω:
- 7) Προορίζω:
- ο κύρης σου για παντρειά μ’ άλλο σε λογαριάζει (Ερωτόκρ. Γ́ 1080).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Υπολογίζω:
- (Πεντ. Λευιτ. XXV 52).
- 2)
- α) Σκέφτομαι, έχω στο νου:
- μέσα της λογαριάζει … (Ερωτόκρ. Δ́ 259)·
- β) σχεδιάζω:
- ετούτος βέβια για τους δυο ετούτους λογαριάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1392]).
- α) Σκέφτομαι, έχω στο νου:
- 3)
- α) Διηγούμαι, εκθέτω:
- (Ευγέν. 882)·
- β) μιλώ, λέγω:
- αποκρίθη Δάρειος έτσι και λογαριάζει … (Αλεξ. 1370)·
- γ) συνομιλώ, συζητώ:
- επαύσασιν τ’ αδέλφια με την κόρη να λογαριάζουσιν (Διγ. O 477).
- α) Διηγούμαι, εκθέτω:
- 4) Έχω σημασία, «μετράω»:
- αληθινά 'ναι … το κόμπωμα κι η εντροπή που λογαριάζει (Ροδολ. Δ́ 126).
- 1) Υπολογίζω:
[<ουσ. λογάρι + κατάλ. ‑άζω. Η λ. το 12. αι., σε σχόλ., στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- Ά Μτβ.
- μοιράζω· ημοιράζω· μεράζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Μοιράζω, διανέμω:
- ο βασιλεύ … το ψωμί … εμέραζε εισέ όλην την χώραν (Χρον. σουλτ. 8529)·
- β) (προκ. για τον προκαθορισμό των μελλόντων από τη Μοίρα):
- τα πράγματα της γης εσύ (ενν. Μοίρα) που τα μοιράζεις (Φαλιέρ., Ιστ. 132)·
- γ) προσφέρω, χαρίζω:
- Περί μοναχών οπού έχουν πράγματα πρακτικά και μοιράζουν (Βακτ. αρχιερ. 166)·
- δ) (σε ιδιάζ. χρ.):
- από τες χείρες σου κι εγώ ας είμαι μερασμένη (Φαλιέρ., Θρ. 168).
- α) Μοιράζω, διανέμω:
- 2)
- α) Μοιράζομαι κ. με κάπ. άλλο:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 1204)·
- εκείνοι οπού είχασι τα εμοίραζαν μετ' εκείνους οπού δεν είχασι (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 76)·
- β) συμμερίζομαι:
- εις δε τας λύπας … τρέχε και … μοίραζε το πάθος (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 432).
- α) Μοιράζομαι κ. με κάπ. άλλο:
- 3)
- α) Κατανέμω, χωρίζω (συν.) σε ίσες ομάδες, διαιρώ:
- (Άνθ. χαρ. 28912)·
- εμέρασε ο Ταμερλάνος το φουσσάτο του εισέ δύο (Χρον. σουλτ. 3913)·
- β) (μεταφ.):
- Οι ουρανοί μας έδωκαν … μοιρασμένην όλην ετούτην την ζωήν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [173])·
- γ) (μαθημ.):
- δέκα φορές εκατόν πενήντα κάμνουν ͵αφ· και μοίρασέ τα με έξι (Καραβ. 49211)·
- δ) κατατάσσω, ταξινομώ:
- Τον στρατόν … εις τάγματα μοιράσε (Κορων., Μπούας 55)·
- ε) ξεχωρίζω· αποχωρίζω:
- το μισό παιδιών του Ισραέλ ος εμέρασεν ο Μωσέ από τους αθρώπους τους στρατιώτες (Πεντ. Αρ. XXXI 42· Γέν. XLIX 7).
- α) Κατανέμω, χωρίζω (συν.) σε ίσες ομάδες, διαιρώ:
- 4)
- α) Σκίζω, χωρίζω (πβ. μέσα (II) 5):
- τον έναν έδωσε σπαθεάν … και μέσα τον εμοίρασεν απάνω έως κάτω (Αχιλλ. L 432)·
- β) (προκ. για θηρία) διαμελίζω, κομματιάζω:
- όρνιθες και κύνες … σε μοιράσουν (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΒ́ [324]· Διγ. O 930).
- α) Σκίζω, χωρίζω (πβ. μέσα (II) 5):
- 5) Διασκορπίζω· (εδώ μεταφ.):
- (Λίβ. Esc. 1953)·
- τον μεγάλον κίνδυνον πώς είχετε μοιράσει; (Ιστ. Βλαχ. 1224).
- 6)
- α) Μεταδίδω· μεταλαμπαδεύω:
- εγέμισαν τον κόσμον με σοφίαν … κι εις όλους την εμοίρασαν (Ιστ. Βλαχ. 420)·
- β) μεταβιβάζω την κυριότητα (με γραπτό κείμενο), αφήνω σε κάπ.· κληροδοτώ:
- πάντα όσα εμοίρασεν εις αυτήν την διαθήκην (Ασσίζ. 3963)·
- γ) (μεταφ.):
- είδωλα ος δεν τα ήξεραν και δεν εμέρασαν αυτωνών (Πεντ. Δευτ. XXIX 25).
- α) Μεταδίδω· μεταλαμπαδεύω:
- 7) (Προκ. για την έκβαση ενός αγώνα) πιθανολογώ, αποδίδω τη νίκη στον ένα ή τον άλλο:
- εις μάχην ήστεκαν και εμοίραζαν την νίκην (Λίβ. N 2050).
- 1)
- IΙ. Μέσ.
- 1) Μοιράζομαι, παίρνω κ. από κοινού με κάπ.:
- οι θειούδες του ρηγός … εμοιράστησαν το νησσίν του (Μαχ. 45034).
- 2)
- α) Χωρίζομαι, διαιρούμαι:
- Οι Φράγκοι μοιραστήκασι κι επηαίνασι χωσμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2577)·
- β) (με ενεργ. σημασ.):
- εμοιράστην απάνου τους νύχτα, αυτός και οι σκλάβοι του, και έδερέ τους (Πεντ. Γέν. XIV 15)·
- γ) (μεταφ.) διχάζομαι:
- 'ς δυο εμοιράστηκα κι άφηκα στην κερά μου … το νου και την καρδιά μου και το κορμί στη δούλεψη του βασιλιού μου επήρα (Ερωφ. Ά 251).
- α) Χωρίζομαι, διαιρούμαι:
- 3) (Προκ. για διαμελισμό, κομμάτιασμα):
- τα λιοντάρια … αλλήλως τως ζιμιό το μοιραστήκα (ενν. το κορμί) (Ερωφ. Έ 198· Έ 664).
- 4) Συγχέομαι, μπερδεύομαι· διαφοροποιούμαι:
- ουκάποτε εμοιράσθησαν οι γλώσσες όλες (Διήγ. Αλ. G 264).
- 1) Μοιράζομαι, παίρνω κ. από κοινού με κάπ.:
- Φρ.
- 1) Μοιράζω τον λόγον, βλ. λόγος Φρ. 19.
- 2) Μοιράζομαι κατά νουν = η σκέψη μου πλανιέται σε πολλά, το μυαλό μου διασπάται σε πολλά:
- (Λίβ. Esc. 3510).
[<μτγν. μοιράω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- μοσχάριον το· μοσκάρι· μοσχάρι· μοσχάριν· μουσκάρι· μουσχάρι· μουσχάρι(ο)ν.
-
- 1)
- α) Νεαρό βόδι, μοσχάρι:
- πρόβατα και μοσχάρια (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 122v)·
- β) προκ. για το χρυσό μοσχάρι των Εβραίων στην έρημο (Π.Δ. Έξ. 32, 4-9):
- έκαμαν αυτωνών μοσκάρι χυτό … και εθύσιασαν αυτουνού (Πεντ. Έξ. XXXII 8).
- α) Νεαρό βόδι, μοσχάρι:
- 2) (Συνεκδ.) μικρό ζώου:
- μοσχάριον ελάφης (Κλήμ., Ενθυμ. 101).
[μτγν. ουσ. μοσχάριον. Οι τ. ‑ι (Meursius, ‑η), μοσκάρι και μουσκάρι (Βλάχ.) και σήμ. Τ. μουσκάριν σήμ. κυπρ. και ποντ. Ο τ. μου‑ στο Du Cange]
- 1)