Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλεζουάρ [alezuár] το, indecl, engineer. & naut
- reamer (syn γλύφανο):
- άνοιξέ το με το ~ |
- μεγάλωσε την τρύπα με το ~
[fr Fr alésoir 'borer; reamer']
- reamer (syn γλύφανο):