Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ώρα καλή"
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναγυριστικά1 [anayiristiká] adv, region. (Cycl,
  • Crete, Dodec) & Kazantz w. allusions, allegorically (syn αλληγορικά, πλαγίως, με υπαινιγμούς):
    • του το 'πε ~ |
    • poem κι ~ της μίλησε, περγελαχτά της κάνει |
    • | ώρα καλή στην πλώρα σου (Kazantz Od 5.878)

[der of LMG αναγυριστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφέντης [aféndis] ο, gen αφέντη (& region. αφεντός), pl αφέντες & αφεντάδες
  • ① lord, master (syn άρχοντας 3, L αυθέντης 1, αφεντικό 1, κύριος, ant δούλος, σκλάβος):
    • ~ του νησιού, της πόλης |
    • ο ~ ο θεός |
    • ο ~ ο Xριστός |
    • in adj function o ~ ήλιος |
    • phr έβαλε αφέντη στο κεφάλι του he subjugated himself to s.o. else |
    • δεν ήταν πλέον δούλοι του και αυτός δεν ήταν ~! (Karkavitsas) |
    • ο πρίγκιπας έχει .. χωροφυλακή κατηχημένη να τον ξέρει αφέντη (Prevelakis) |
    • έζησε το νησί κάτω από ένα σκληρό φεουδαρχικό σύστημα, στο οποίο μόνο οι αφεντάδες έχουν δικαιώματα (Varelas) |
    • folks. το Σούλι κι αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Kιάφα, | η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάμνει (NPolitis)
  • ⓐ master, boss, owner (syn αφεντικό 1b, ιδιοκτήτης, κύριος):
    • phr δε γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του the dog does not know its master (said in situations of anarchy or commotion) |
    • prov το μάτι του αφέντη παχαίνει τ' άλογο the master's eye fattens the horse, a business prospers when the owner supervises it personally |
    • ό,τι σπείρουν οι χωριάτες, .. να δίνουν το τρίτο στον αφέντη (Karkavitsas) |
    • τα βλέπω [τα σκυλιά] .. να συνταιριάζουν τα βηματάκια τους με τους αφεντάδες των (Palam) |
    • poem σαν άλογο γενναίο, που ξαναφέρνει | τον ένδοξό του αφέντη από τη μάχη (Markoras) |
    • όργωνα στα ρέματα | τ' αφεντός τα στρέμματα (Varnalis)
  • ⓑ employer, boss (syn αφεντικό 1c, L εργοδότης):
    • ποτές ο πατέρας του δεν είχε δικές του καμήλες· δούλευε για άλλον αφέντη (Venezis) |
    • η μάνα μου με είχε πάρει .. στ' αφεντικά, όπου υπηρετούσε κάποτε· ο ~ έμαθε πως είχα πάει στο σχολείο (Athanasiadis-N)
  • ② father, sire (syn κύρης, πατέρας):
    • folks. η μάννα μ' απ' τα Γιάννενα κι ~ μ' απ' την Πόλη, | έχ' αδελφό Γενίτσαρο κλ
  • ⓒ husband, lord, master (syn άνδρας 4, άρχοντας 5, ο σύζυγος):
    • poem .. αρχοντικά ήσουν μαθημένη | κι είσαι στα ξένα κι ο ~ σου σ' αφήνει | όλο μονάχη κλ (Rotas)
  • ③ man of substance or social stature, rich or powerful person, somebody, notable (syn άρχοντας 3b):
    • έφυγε στα ξένα φτωχός και γύρισε ~ |
    • ζούσαν .. κι οι δυο σπιτωμένες, η μια από έναν αφέντη γέρο, παντρεμένο (Xenop) |
    • βγήκε στα χτήματα να ζήσει σαν ένας από τους αφεντάδες της γης (Melas) |
    • folks. το μέλι τρώγουν άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες (DPetrop)
  • ⓓ in voc, mode of respectful address sir, mister, milord (syn άρχοντα, αφεντάκη, near-syn αφεντικό 2):
    • 'γεια σου, κυρά θιάκω', 'ώρα καλή σου, αφέντη μου' (Rotas)
  • ④ person outstanding in a field or profession, prince (syn άρχοντας 6):
    • οι μεγάλες προσωπικότητες φτάνουν στο θέατρο, υπουργοί, αφεντάδες του χρήματος, άρχοντες της βιομηχανίας (Moustoxydis)

[fr postmed & MG (Prodr. 4.245) αφέντης, changed fr αυθέντης (Tzetzes, Opusc. 337.43); cf αφεντός (Chron. Mor.) bes μη δώσης δώρον αυθεντού (Spaneas 640)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες