Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάρβαρος -η -ο [várvaros] Ε5 : 1. που βρίσκεται σε άγρια ή ημιάγρια κατάσταση, απολίτιστος: Bάρβαρες φυλές της Aφρικής. Στην εποχή μας δεν υπάρχουν πια βάρβαροι λαοί. 2α. που είναι βάναυσος, σκληρός, απάνθρωπος, κτηνώδης: Ο φασισμός είναι βάρβαρο καθεστώς. H γενοκτονία των Aρμενίων ήταν μια βάρβαρη πράξη. || (έκφρ.) βάρβαρη ώρα, οι πολύ πρωινές ώρες, οι τελείως ακατάλληλες για ξύπνημα ή για άλλες δραστηριότητες. β. που είναι άξεστος, αγροίκος, απαίδευτος: ~ άνθρωπος, δεν καταλαβαίνει από τέχνη. Πότε θα μάθεις τρόπους, βάρβαρε άνθρωπε; 3. (για τους αρχαίους Έλληνες) καθένας που δεν είναι Έλληνας. || (ως ουσ.) ο βάρβαρος.
βάρβαρα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2. [3: λόγ. < αρχ. βάρβαρος, ηχομιμ. (προφ. [barbar], σύγκρ. σημερ. ηχομιμ. μπουρ μπουρ μπουρ), ίσως ανατολ. προέλ. (πρβ. σανσκρ. barbarah `τραυλός, όχι Άριος΄, σημιτ. barbaru `ξένος΄)· 2: αρχ. βάρβαρος· 1: λόγ. επίδρ. των νεότ. γλωσσών]