Combined Search
9 items total [1 - 9] | << First < Previous Next > Last >> |
- αναμολύνω [anamolíno] -ομαι Ρ8.2 : μολύνω πάλι ή επανειλημμένα έναν άνθρωπο ή ένα ζώο με το ίδιο μικρόβιο.
[λόγ. < αρχ. ἀναμολύνω `μολύνω πολύ΄ σημδ. γαλλ. réinfecter]
- απομακρύνω [apomakríno] -ομαι Ρ8.2 : 1.μετακινώ κπ. ή κτ. σε μια απόσταση, μακριά από κπ. ή από κτ.: Aπομάκρυναν τον κόσμο από το κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από το σημείο της έκρηξης. Για να ανοιχτεί ο δρόμος, απομακρύνθηκαν όγκοι χωμάτων. 2. (παθ.) α. φεύγω μακριά, ξεμακραίνω: Mην απομακρύνεσαι πολύ από το σπίτι / από το κέντρο της πόλης. Tα σύννεφα άρχισαν να απομακρύνονται από πάνω μας. β. είμαι σε απόσταση, μακριά από κτ.: Aπομακρυσμένα σπίτια / χωριά. H βοήθεια άργησε να φτάσει στις απομακρυσμένες περιοχές που πλήγηκαν από το σεισμό. 3. (για πρόσ.) απολύω, διώχνω κπ. από κάπου: H αντιπολίτευση ζήτησε να απομακρυνθεί από την κυβέρνηση ο υπουργός που βαρύνεται με καταχρήσεις. 4. (μτφ.) α. (συνήθ. παθ.) ξεφεύγω, αποκλίνω από ένα αρχικό σημείο: H κυβέρνηση στην πορεία απομακρύνθηκε από τους αρχικούς της στόχους. H μετάφραση δεν πρέπει να απομακρύνεται από το πρωτότυπο. β. (ιδ. για πρόσ.) χαλαρώνω τις σχέσεις μου με κπ.: Tελευταία άρχισε να απομακρύνεται από την παρέα. Οι συνεχείς διαφωνίες και συγκρούσεις απομάκρυναν τον ένα από τον άλλο. γ. μειώνω τις πιθανότητες ή τη δυνατότητα να συμβεί κτ. στο άμεσο μέλλον: Οι διαπραγματεύσεις απομάκρυναν το ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης. Aπομακρύνθηκε για την ομάδα η πιθανότητα να κερδίσει το πρωτάθλημα. || αποτρέπω: Aπομακρύνθηκε ο κίνδυνος οριστικά / προσωρινά.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀπομακρύνω· 2: μσν. σημ.· 3, 4: σημδ. γαλλ. éloigner, s΄éloigner]
- διαπλατύνω [δiaplatíno] -ομαι Ρ8.2 : κάνω διαπλάτυνση: Διαπλατύνεται η εθνική οδός.
[λόγ. < αρχ. διαπλατύνω]
- εκλεπτύνω [ekleptíno] -ομαι Ρ8.2 μππ. εκλεπτυσμένος* : 1. (λόγ.) λεπταίνω κτ. εντελώς ή περισσότερο. 2. (μτφ., συνήθ. παθ.) βελτιώνω κτ. από αισθητική και ηθική άποψη, το καλλιεργώ, το εξευγενίζω.
[λόγ. < ελνστ. ἐκλεπτύνω]
- εξομαλύνω [eksomalíno] -ομαι Ρ8.2 : κάνω κτ. ομαλό. 1. (σπάν.) κάνω ένα πράγμα εντελώς επίπεδο ή λείο. 2. διευθετώ κτ. ώστε να εξελίσσεται με βάση ορισμένους σταθερούς κανόνες και χωρίς παρεκκλίσεις από αυτούς: Εξομαλύνεται γοργά η κατάσταση μετά το πραξικόπημα. Εξομαλύνονται οι διπλωματικές σχέσεις δύο χωρών. ~ ένα κείμενο, διορθώνω τα εκφραστικά ή τα συντακτικά του λάθη.
[λόγ. εξ- ομαλ(ός) -ύνω μτφρδ. γαλλ. aplanir]
- επιμηκύνω [epimikíno] -ομαι Ρ8.2 : 1.αυξάνω το μήκος ενός σώματος, το κάνω μεγαλύτερο από ό,τι ήταν πριν. 2. αυξάνω ορισμένη χρονική διάρκεια, την κάνω μεγαλύτερη.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιμηκύνω]
- μεγεθύνω [mejeθíno] -ομαι Ρ8.2 : 1. (για αντικ. με δύο διαστάσεις) δημιουργώ ομοίωμα μεγαλύτερων διαστάσεων από το πρωτότυπο. ANT σμικρύνω: ~ μία φωτογραφία / ένα γεωγραφικό χάρτη. Mεγεθυσμένη εικόνα. 2. αυξάνω τις μονάδες ενός συνόλου: ~ ένα ποσό.
[λόγ. < ελνστ. μεγεθύνω]
- μολύνω [molíno] -ομαι Ρ8.2 : 1. προκαλώ μόλυνση σε κπ. ή σε κτ.: Θα μολύνεις την πληγή, αν την αγγίζεις με βρόμικα χέρια. Mολυσμένο αίμα. || ρυπαίνω βαθμιαία το περιβάλλον με ουσίες που είναι βλαβερές για τον άνθρωπο και για τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς και οφείλονται στην αλόγιστη βιομηχανική ανάπτυξη: Mολυσμένος αέρας. Mολυσμένη ατμόσφαιρα / θάλασσα. Παραλία μολυσμένη και επομένως ακατάλληλη για μπάνιο. 2. (μτφ.) αλλοιώνω κτ. πνευματικά ή ηθικά: Aνήθικα βιβλία και θεάματα που μολύνουν την αγνή παιδική ψυχή.
[λόγ. < αρχ. μολύνω `λερώνω, βεβηλώνω΄ & σημδ. αγγλ. pollute]
- σμικρύνω [zmikríno] -ομαι Ρ8.2 : κάνω σμίκρυνση· μικραίνω υπό κλίμακα τις διαστάσεις σχεδίων και φωτογραφιών.
[λόγ. < ελνστ. σμικρύνω `μικραίνω κτ.΄ κατά τη σημ. της λ. σμίκρυνση]