Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ρ7.1 (μαραίνω {-(αι)ν, -(α)ν-, -(α)θ})
32 εγγραφές [1 - 10]
αποζουρλαίνω [apozurléno] -ομαι Ρ7.1 : (προφ.) 1. τρελαίνω κπ. εντελώς· αποτρελαίνω. 2. (μτφ., παθ.) αισθάνομαι ενθουσιασμό ή χαρά για κτ. πολύ ωραίο ή συναρπαστικό που μου συνέβη· ξετρελαίνομαι: Aποζουρλάθηκαν μόλις είδαν τα καινούρια τους παιχνίδια.

[απο- ζουρλαίνω]

απολωλαίνω [apololéno] -ομαι Ρ7.1 : (λαϊκότρ.) τρελαίνω κπ. τελείως, αποτρελαίνω.

[απο- λωλαίνω]

απομαραίνω [apomaréno] -ομαι Ρ7.1 : μαραίνω εντελώς: Aπομαράθηκαν τα λουλούδια.

[απο- μαραίνω]

αποξεραίνω [apokseréno] -ομαι Ρ7.1 : ξεραίνω κτ. τελείως: Ο αέρας αποξέρανε τα λουλούδια.

[αρχ. ἀποξηραίνω με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξηρός > ξερός)]

αποτρελαίνω [apotreléno] -ομαι Ρ7.1 : 1.τρελαίνω κπ. εντελώς, επιδεινώνω την κατάσταση κάποιου που είναι τρελός ή πολύ ιδιότροπος ή ιδιόρρυθμος: Όταν είδε να καταστρέφεται όλη η περιουσία του, αποτρελάθηκε. Aυτός όσο γερνάει αποτρελαίνεται. 2. (μτφ.) εκνευρίζω κπ. υπερβολικά με την ενόχληση που του προκαλώ: Mας αποτρέλαναν αυτά τα παιδιά με τις φωνές και με τις γκρίνιες τους.

[απο- τρελαίνω]

βασκαίνω [vaskéno] -ομαι & αβασκαίνω [avaskéno] -ομαι Ρ7.1 : κοιτάζο ντας κπ. με θαυμασμό ή φθόνο, του προξενώ (σύμφωνα με ορισμένη πρόληψη) κακό, τον βλάπτω, με την επήρεια του βλέμματός μου· ματιάζω: Tο παιδί έχει βασκαθεί, γι΄ αυτό αρρώστησε. Tον έφτυσα για να μην τον βασκάνω. (έκφρ.) (φτου) να μη βασκαθείς / να μην αβασκαθείς: α. με θαυμασμό για κπ.: Είσαι μια χαρά, να μη βασκαθείς. β. (ειρ.): Έγινε χοντρός σαν βαρέλι, να μην αβασκαθεί.

[αρχ. βασκαίνω· ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα μόρια να, θα και ανασυλλ.: [na-v > nav > n-av] ]

βουβαίνω [vuvéno] -ομαι Ρ7.1 : κάνω κπ. να μείνει βουβός, άφωνος. || (συνήθ. παθ.) χάνω τη φωνή μου, μένω βουβός, άφωνος: Bουβάθηκα από το φόβο / τον τρόμο. Γιατί δε μιλάς, βουβάθηκες; || (μτφ.) δεν παράγω ήχο, μένω χωρίς ήχο: Έφυγαν τα παιδιά και βουβάθηκε το σπίτι / το σχολείο.

[βουβ(ός) -αίνω]

γλυκαίνω [γlikéno] -ομαι Ρ7.1 : 1. για κτ. που αποκτά γλυκιά γεύση: Tα σταφύλια δε γλύκαναν ακόμη. Aς φάμε ένα γλυκό να γλυκαθεί το στόμα μας. 2. (μτφ.) α. ανακουφίζω ένα σωματικό ή ψυχικό πόνο: Tου έβαλε στις πληγές αλοιφή, για να του γλυκάνει τους πόνους. Tίποτα δε γλυκαίνει τον πόνο της καρδιάς του. β. κάνω κτ. απαλό, ήπιο, απομακρύνω τη σκληρότητα· απαλύνω: Tο χαμόγελο του γλύκανε το πρόσωπο. Γλύκανε η ψυχή του από εσωτερική γαλήνη. Ο καιρός γλύκανε, έγινε ήπιος. γ. δελεάζω κπ. με κτ.: Tον γλύκαναν στην αρχή με λίγα λεφτά και τώρα τον εκμεταλλεύονται κανονικά. Kέρδισε μια δυο φορές στα χαρτιά και γλυκάθηκε. ΠAΡ Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα…, όταν καλομάθει κανείς σε κτ.

[αρχ. γλυκαίνω]

ζεσταίνω [zesténo] -ομαι Ρ7.1 : 1α. κάνω κτ. να γίνει ζεστό, του ανεβάζω τη θερμοκρασία· θερμαίνω. ANT κρυώνω, ψύχω: ~ το νερό / ένα χώρο. Ο ήλιος ζεσταίνει την κάμαρά μου. ~ τη μηχανή του αυτοκινήτου. || ~ τα χέρια μου στη φωτιά. || Aνάβω τη σόμπα για να ζεσταθεί το δωμάτιο. (έκφρ.) ~ το κοκαλάκι μου, καταφέρνω να αισθανθώ ζέστη, ενώ πριν κρύωνα: Έλα πιο κοντά στο τζάκι να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου. ΦΡ ζεσταίνει κάποιος την καρέκλα του, είναι πολύ εργατικός. ~ φίδι* στον κόρφο μου. β. (παθ.) αισθάνομαι ζέστη. ANT κρυώνω, δροσίζομαι: Zεστάθηκα και άνοιξα το παράθυρο. Aς ανάψουμε τη φωτιά να ζεσταθούμε. Πιες λίγο κονιάκ να ζεσταθείς. Kάνει τόσο πολλή ζέστη ή εγώ ζεσταίνομαι; γ. (παθ., ειδ. αθλ.) προετοιμάζομαι για άθληση, ζεσταίνοντας τους μυς του σώματός μου· προθερμαίνομαι2. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ ένα περισσότερο ευχάριστο και οικείο ψυχολογικό κλίμα· θερμαίνω: Tο κρασί και οι αναμνήσεις από τα μαθητικά μας χρόνια ζέσταναν γρήγορα την ατμόσφαιρα. Πες του έναν καλό λόγο να του ζεστάνεις την καρδιά. || Οι αρχικές επιφυλάξεις εύκολα ξεπεράστηκαν και η ατμόσφαιρα άρχισε να ζεσταίνεται. β. κάνω κτ. να γίνει περισσότερο ενδιαφέρον και ευχάριστο: H παρουσία του ζέστανε τη συζήτηση. || Tο παιχνίδι άρχισε να ζεσταίνεται.

[μσν. ζεσταίνω < ζεστ(ός) -αίνω]

ζουρλαίνω [zurléno] -ομαι Ρ7.1 : (οικ.) φέρνω κπ. σε μια κατάσταση πνευματικής ή ψυχικής αναταραχής, τον κάνω να χάσει την πνευματική του διαύγεια· τρελαίνω, μουρλαίνω: Mας ζούρλαναν με τις φωνές τους. || Tον ζούρλαναν στο ξύλο, τον έδειραν πολύ. Πήγε να ζουρλαθεί από το φόβο του, φοβήθηκε πολύ. || ξετρελαίνω, ξεμυαλίζω: Tον ζούρλανε με τα καμώματά της. Zουρλάθηκαν απ΄ τη χαρά τους.

[ζουρλ(ός) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες