Παράλληλη αναζήτηση
153 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγκιτάτσια η [agitátsia] Ο27α : (πολ.) ο ερεθισμός, η όξυνση των πνευμάτων και η πρόκληση πολιτικών ζυμώσεων.
[λόγ. < ρωσ. agitatsija (< λατ. agitatio `κίνηση΄)]
- αγριόγατα η [aγrióγata] Ο27α : 1.κοινή ονομασία που περιλαμβάνει διάφορα μικρόσωμα αιλουροειδή ζώα που μοιάζουν με την κατοικίδια γάτα: Ευρωπαϊκή / αφρικανική / ασιατική ~. 2. κατοικίδια γάτα που απομακρύνθηκε από τον άνθρωπο και ζει σε άγρια κατάσταση. 3. (μτφ.) για ατίθασο ή ακοινώνητο άτομο.
[μσν. αγριόκατα με τροπή [k > γ] κατά το κάτα > γάτα < ελνστ. ἀγριοκάττα με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]
- αγριόγιδα η [aγriójiδa] Ο27α & αγριόγιδο το [aγriójiδo] Ο41 : 1.ο αίγαγρος. 2. ατίθαση κατοικίδια κατσίκα.
[μσν. αγριογίδα < αγριο- + γίδα με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.· αγριο- + γίδ(ι) -ο]
- αγριόκοτα η [aγriókota] Ο27α : κότα ή άλλο πτηνό όμοιο με κότα που ζει σε άγρια κατάσταση.
[αγριο- + κότα]
- αγριόπαπια η [aγriópapxa] Ο27α : ονομασία υδρόβιων πτηνών: Tο κυνήγι της αγριόπαπιας. || (ζωολ.) ~ η κοινή, πτηνό από το οποίο κατάγεται η εξημερωμένη πάπια.
[αγριο- + πάπια]
- αγριόχηνα η [aγrióxina] Ο27α : χήνα ή άλλο όμοιο πτηνό σε άγρια κατάσταση.
[μσν. *αγριόχηνα (πρβ. μσν. αγριοχηνάριον) < αγριο- + χήνα]
- αερόσκαλα η [aeróskala] Ο27α : αποβάθρα για υδροπλάνα.
[αερο- + σκάλα 2]
- αλεπότρυπα η [alepótripa] Ο27α : η υπόγεια συνήθ. φωλιά της αλεπούς.
[αλεπ(ού) -ο- + τρύπα]
- αλευρόκολλα η [alevrókola] Ο27α : κόλλα που γίνεται με αλεύρι και νερό.
[αλευρο- + κόλλα]
- αλογόμυγα η [aloγómiγa] Ο27α : έντομο που με τα τσιμπήματά του ενοχλεί τα άλογα και άλλα ζώα. ΦΡ μας γέμισε αλογόμυγες, για ενοχλητικά λόγια ή πράξεις. τον τσίμπισε* ~.
[αλογο- + μύγα (πρβ. ελνστ. ἀλογομυῖα ίδ. σημ.)]