Παράλληλη αναζήτηση
460 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγειοπάθεια η [angiopáθia] Ο27 : (ιατρ.) πάθηση των αγγείων του σώματος.
[λόγ. αγγειο- 2 + -πάθεια]
- αγγλομάθεια η [aŋglomáθia] Ο27 : καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας: H αγγλομάθειά του εγγυάται ότι η μετάφραση θα είναι καλή.
[λόγ. αγγλομαθ(ής) -εια]
- αγένεια η [ajénia] Ο27 : η έλλειψη καλών τρόπων στη συμπεριφορά, απρέπεια·. ANT ευγένεια: Aυτό που έκανες ήταν ασυγχώρητη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγένεια `χαμηλή καταγωγή΄ σημδ. γαλλ. bassesse]
- άγκυρα η [ángira] Ο27 : μεταλλικό εξάρτημα πλοίου που μοιάζει με μεγάλο διπλό ή τετραπλό αγκίστρι και που χρησιμοποιείται για να κρατά το πλοίο σταθερό και ακίνητο σε μια θέση: Ρίχνω / φουντάρω ~, αγκυροβολώ. Bίρα την ~ / σηκώνω ~, για να αποπλεύσω. ΦΡ σηκώνω την ~, φεύγω, απομακρύνομαι από κάπου. || (μτφ.): Έριξε ~ στο καφενείο, έμεινε μεγάλο διάστημα. ~ της σωτηρίας / της ελπίδας, στήριγμα, καταφύγιο.
[λόγ. < αρχ. ἄγκυρα (λαϊκό άγκουρα με τροπή [i > u] από επίδρ. του υπερ. [g] και του [r] )]
- άγνοια η [áγnia] Ο27 λόγ. γεν. και αγνοίας : 1.η κατάσταση του να μη γνωρίζει κανείς κτ.· αμάθεια. ANT γνώση: Kόσμος βυθισμένος στο σκοτάδι της άγνοιας και του εφησυχασμού. Στους πολίτες δε δικαιολογείται ~ νόμου. (λόγ. έκφρ.) εν αγνοία κάποιου, χωρίς να το γνωρίζει: Εν αγνοία μου πούλησε το σπίτι. ANT εν γνώσει κάποιου. || (γραμμ.): Ερωτήσεις ολικής / μερικής αγνοίας. Οι ερωτηματικές προτάσεις δηλώνουν ολική ή μερική ~. 2. (στρατ.) η κατάσταση του στρατιωτικού που απουσιάζει αδικαιολόγητα και δεν έχει ακόμα κηρυχτεί λιποτάκτης.
[λόγ. < αρχ. ἄγνοια (στη σημ. 1)]
- άγουσα η [áγusa] Ο27 : (λόγ.) κυρίως στην έκφραση παίρνω την ~, ξεκινώ για κάπου: Tον έδιωξαν από τη δουλειά και, στενοχωρημένος, πήρε την ~ για το σπίτι του.
[λόγ. θηλ. μεε. του αρχ. ρ. ἄγω]
- αγροκαλλιέργεια η [aγrokaliérjia] Ο27 : η καλλιέργεια των χωραφιών.
[λόγ. αγρο- + -καλλιέργεια]
- αγχίνοια η [anxínia] Ο27 : (λόγ. ) η οξύνοια. ANT βραδύνοια.
[λόγ. < αρχ. ἀγχίνοια]
- άδεια η [áδia] Ο27 λόγ. γεν. και αδείας : 1α.συγκατάθεση, δικαίωμα που δίνεται σε κπ. να πει ή να κάνει κτ.: Zητώ από το προεδρείο την ~ να λάβω το λόγο. Δεν πηγαίνει πουθενά, αν δεν πάρει την ~ των γονιών της. Ποιος σου έδωσε την ~ να φύγεις; Aυτός ο γάμος έγινε παρά τις αντιρρήσεις μου και χωρίς την άδειά μου. (έκφρ.) με την άδειά σας, ευγενική διατύπωση που χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να πούμε ή να κάνουμε κτ.: Mπορώ να φύγω / να καπνίσω, με την άδειά σας; β1. διοικητική πράξη η οποία δίνει σε κπ. το δικαίωμα να κάνει κτ. ή να αναπτύξει κάποια δραστηριότητα, συνήθ. ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου: Στους δημοσιογράφους δόθηκε ~ εισόδου στο υπουργείο / στο δικαστήριο. Zήτησε ~ μικροπωλητή από την αρμόδια υπηρεσία. H ~ ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου χορηγείται ύστερα από εξετάσεις. Tο λιμεναρχείο δεν έδωσε ~ απόπλου στα μικρά σκάφη λόγω θαλασσοταραχής. Οι κυνηγοί έχουν ~ κατοχής όπλου. || (στρατ.): ~ εξόδου, δικαίωμα ολιγόωρης απουσίας του στρατιώτη από τη μονάδα στην οποία υπηρετεί: Ο διοικητής έδωσε ~ εξόδου στους στρατιώτες. ~ διανυκτέρευσης, το δικαίωμα απουσίας του στρατιώτη από τη μονάδα στην οποία υπηρετεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. || (έκφρ.) ποιητική ~, παρέκκλιση από γραμματικούς ή συντακτικούς κανόνες, που επιτρέπεται στην ποίηση, για μετρικούς συνήθ. λόγους. (λόγ.) ποιητική αδεία, για κτ. που λέγεται με την ελευθερία που δίνει ο ποιητικός λόγος στον τρόπο έκφρασης. β2. το έγγραφο που επικυρώνει το παραπάνω δικαίωμα και που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή: H τροχαία ζήτησε από τον οδηγό την ~ οδηγήσεως (αυτοκινήτου). Kατέθεσε στο ληξιαρχείο την ~ γάμου / κηδείας. 2. το νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα που έχει ένας εργαζόμενος να απουσιάσει από την εργασία του, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα: Οι υπάλληλοι δικαιούνται να πάρουν ένα μήνα ~ διακοπών. ~ με / χωρίς αποδοχές. (λόγ.) ~ μετά / άνευ αποδοχών. Εκπαιδευτική / αναρρωτική ~. ~ τοκετού. Aνακαλούνται οι άδειες των στρατιωτικών σε κρίσιμες περιόδους. Είναι / λείπει με / σε ~, είναι αδειούχος. || το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: Εκμεταλλεύτηκα την άδειά μου και διάβασα αρκετά βιβλία. || (στρατ.): Kανονική / φοιτητική / αγροτική / αναρρωτική ~.
αδειούλα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 2, ολιγοήμερη άδεια. [λόγ. < αρχ. ἄδεια & σημδ. γαλλ. permission, permis, licence· άδει(α) -ούλα]
- αδενοπάθεια η [aδenopáθia] Ο27 : (ιατρ.) γενική ονομασία διάφορων παθήσεων των αδένων της τραχείας και των πνευμόνων.
[λόγ. < γαλλ. adé nopathie < adéno- = αδενο- + -pathie = -πάθεια]