Παράλληλη αναζήτηση
516 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβαθής -ής -ές [avaθís] Ε10 : που δεν έχει βάθος, άβαθος, ρηχός. ANT βαθύς: Tα αβαθή σημεία της θάλασσας. || (ως ουσ.) τα αβαθή, τα ρηχά.
[λόγ. < ελνστ. ἀβαθής]
- αβαρής -ής -ές [avarís] Ε10 : που δεν έχει καθόλου ή πολύ βάρος, άβαρος.
[λόγ. < αρχ. ἀβαρής]
- αβλαβής -ής -ές [avlavís] Ε10 : που δεν κάνει κακό, χωρίς όμως να είναι και ωφέλιμος· άβλαβος: Aβλαβή έντομα. Λένε πως είναι αβλαβές το κάπνισμα με φίλτρο. Όλα τα καλλυντικά δεν είναι αβλαβή. (έκφρ.) σώος και ~, (για πρόσ. ή πργ.) ακέραιος, άθικτος: Επέστρεψε σώος και ~.
αβλαβώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀβλαβής· λόγ. < αρχ. ἀβλαβῶς]
- αγγλομαθής -ής -ές [aŋglomaθís] Ε10 : που ξέρει αγγλικά: Σχολές αγγλομαθών γραμματέων.
[λόγ. Άγγλ(ος) -ο- + -μαθής]
- αγενής -ής -ές [ajenís] Ε10 : που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλών τρόπων. ANT ευγενής.
[λόγ. < αρχ. ἀγενής `ταπεινής καταγωγής΄ σημδ. γαλλ. ignoble]
- αδαής -ής -ές [aδaís] Ε10 : (για πρόσ.) που δεν έχει γνώσεις ή πείρα σχετικά με κτ.· ανίδεος, άπειρος: Είναι ~ από μουσική / αυτοκίνητα. Άνθρωποι αδαείς κι ανεύθυνοι κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας.
[λόγ. < αρχ. ἀδαής]
- αδενοειδής -ής -ές [aδenoiδís] Ε10 : α.που μοιάζει με αδένα. β. (ιατρ.) αδενοειδείς εκβλαστήσεις, υπερτροφία των λεμφαδένων της ρινοφαρυγγικής κοιλότητας· εκβλαστήσεις, κρεατάκια.
[λόγ.: α: ελνστ. ἀδενοειδής· β: σημδ. γαλλ. végétations adénoides (πρβ. ελνστ. ἀδενώδη φύματα)]
- αδενοπαθής -ής -ές [aδenopaθís] Ε10 : που πάσχει από αδενοπάθεια.
[λόγ. αδενο(πάθεια) -παθής (αναδρ. σχημ.)]
- αδιαφανής -ής -ές [aδiafanís] Ε10 : που δεν είναι διαφανής. 1. που δεν επιτρέπει να τον διαπερνούν οι φωτεινές ακτίνες, ώστε να μπορεί να δει κανείς μέσα και πέρα από αυτόν: Aδιαφανές σώμα / υγρό / κρύσταλλο. 2. (μτφ.) για κτ. που δεν αφήνει να φανεί η πραγματικότητα, που κρύβει ή συγκαλύπτει την αλήθεια: Aδιαφανείς διαδικασίες / προθέσεις.
αδιαφανώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 διαφανής μτφρδ. γαλλ. intransparent· λόγ. αδιαφαν(ής) -ώς]
- αδρανής -ής -ές [aδranís] Ε10 : 1.(για άνθρ. κτλ.) που βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας, που δεν ενεργεί ή δεν αντιδρά: Ο λαός παρακολουθούσε παθητικός και ~ τις πολιτικές εξελίξεις. Ο Θεός είναι η ίδια η ενεργητικότητα· δεν ήταν ποτέ ~, ήταν πάντα δημιουργός. Πνεύμα παθητικό ή τουλάχιστον αδρανές. 2. (για υλικά σώματα) που δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, χωρίς εξωτερική επίδραση: ~ όγκος / μάζα. || (φυσ.): Aδρανές στοιχείο. Aδρανή αέρια, τα ευγενή. ~ σίδηρος, που τον επεξεργαζόμαστε δύσκολα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀδρανής· 2: σημδ. γαλλ. inerte ή γερμ. träge]