Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απότοκος, -η (& L -ος), -ο [apótokos] (L)
- born of, produced by, resulting fr (syn παράγωγος):
- δελεασμός ~ της ιδιοκτησίας |
- κίνδυνος ~ της πολιτικής εξουσίας |
- η ρωσική επανάσταση και τα απότοκά της γεγονότα |
- η περίπτωση της ψυχογενούς στειρώσεως είναι ~ των παρεμβάσεων του παρελθόντος |
- η θέση που παίρνει απέναντι στο χριστολογικό πρόβλημα είναι απότοκη της κοσμοθεωρίας του προτεσταντισμού (Georgoulis) |
- όλα τα λογοτεχνικά κινήματα υπήρξαν απότοκα αυτής της ανάγκης (Chatzinis) |
- οι θρησκευτικές ιδεολογικές ζυμώσεις είναι απότοκες των μεγάλων κινημάτων (Vacalop) |
- υπήρχε μια ισορροπία ~ του πολέμου (Theodorakop) [fr kath απότοκος ← K (Aret.
[2nd c. AD]), der of ἀπότοκος (: ἀποτίκτω) 'bring to the birth'; cf ἄτοκος, ἐπίτοκος, πρωτότοκος (LXX, NT), νεότοκος etc]
- born of, produced by, resulting fr (syn παράγωγος):