Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακούρκουδα
1 εγγραφή
ανακούρκουδα [anakúrku∂a] adv (& τανακούρκουδα & ανακούκουρδα)
  • ① w. bent knees, in a squatting posture (syn με λυγισμένα γόνατα):
    • κάθομαι ~ (syn ανακουρκουδίζω 1) παίζανε καθισμένοι ~
  • ② in cross-legged sitting position (syn σταυροπόδι, L οκλαδόν):
    • poem είπε και κάθισε ~, σε λογισμούς βυθίστη (Kazantz Od 9.1011)

[fr MG ανακούρκουδα, this possibly fr *ανακώλκυδα, cpd of ανα- & κλωκυδά· το καθήσθαι επ' αμφοτέροις ποσίν Hesych.; or fr ανακούκουδα ← ανακούκουβα (both attested dialectally), the latter cpd of ανα- and κουκούβα. On the form τανακούρκουδα cf αν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες