Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκάθι
6 εγγραφές [1 - 6]
αγκάθι [aŋgáθi] το,
  • ① thorn:
    • στεφάνι από αγκάθια crown of thorns (syn αγκαθερό στεφάνι) |
    • prov phr κάθομαι στ' αγκάθια I am on pins and needles (syn είμαι ανήσυχος, αδημονώ) |
    • τι γυρεύεις ξυπόλυτος στ' αγκάθια; one should not expose himself to risks |
    • prov απ' ~ βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει ~ fine parents may have bad offspring and vice versa, like does not necessarily come fr like |
    • ας τον ακολουθήσωμε... σ' αυτό το δρόμο τον γεμάτο αγκάθια και τριβόλους (Roussos) |
    • το βιολετί λουλούδι του αγκαθιού (Panagiotop) |
    • folks. λουλούδι σ' είχα στην καρδιά και μου 'γινες ~ (Theros) |
    • poem τόνε ζώσαν αγκάθια και τριβόλοι (Palam) |
    • βαστάξαμε κι αγκάθια εμείς και καταφρόνια, για να 'χετε σεις τ' άνθη και τις μοσχοβολιές (id.)
  • ② spine:
    • folkt το ψάρι έχει αγκάθια και θα τσιμπηθώ
  • ③ med whitlow, felon:
    • έβγαλα ~
  • ⓐ paronychia (syn αγκίδα 4, παρανυχίδα, L παρωνυχίδα)
  • ④ annoying thing, annoyance, suffering, pain:
    • το ~ της γυναίκας είναι η γλώσσα (Vrettakos) |
    • οι συντρόφοι του τον κλάψαν... σαράντα μέρες υστερότερα, που του κάναν το μνημόσυνο, το ~ το 'χαν ακόμα στην καρδιά (Prevelakis) |
    • poem μη σας είναι ο ξένος πλούτος | έν' ~ στην καρδιά (Markoras)

[fr late MG αγκάθι (nasal in -nθ- influenced by assim ak- into ank- ang in most ModG dials) ← MG ακάθι ← ακάνθιν ← K, AG ἀκάνθιον; cf Bovese akaθθi, Pontic ἀχάντιν, Mod.Cypr. αγκάττιν, and αγκάθινος ← AG ἀκάνθινος]

αγκαθιά [aŋgaθjá] η,
  • thornbush (such as eryngium):
    • ο τόπος... ήταν σκλαβωμένος... είχε γίνει ρουμάνι, βάλτος, ~ (Makryg) |
    • γίνηκε ο κάμπος πέρα ως πέρα μια ~ (Vlachogiannis) |
    • δεν ξέρω αν... στον απότομο και ψηλό λόφο που είχε κτισθή (το Tίρνοβο) υπήρχαν πυκνές αγκαθιές (Melas) |
    • folks. (ο έρωτας) μόν' είναι βάτος μ' αγκαθιές κι αλίμονό σου αν μπλέξης |
    • poem ανηφορίσματα ιερά, σε βάτους μέσα και αγκαθιές (Malakasis)

[fr late K ἀκανθέα 'Spanish broom' (3rd c. AD) and 'thorn' (6th, 8th c.)]

αγκαθιάζω [aŋgaθjázo] ppp αγκαθιασμένος
  • ① trans sting, prick w. a thorn
  • ② intr be filled w. thorns:
    • αγκάθιασε ο κήπος, το χωράφι |
    • αγκαθιασμένο χωράφι field full of thorn

[der of αγκάθι]

αγκάθινος, -η, -ο [aŋgáθinos] region.
  • made of thorns (syn αγκαθένιος, αγκαθερός):
    • ο οδηγός με το αγκάθινο στεφάνι που στέκεται ορόσημο αψηλά (Kazantz) |
    • poem κάκτος ~ πληθαίνει στο κορμί μου ο πυρετός (Koulouris)

[fr ακάνθινος, q.v.; cf NT ἀκάνθινος στέφανος]

αγκαθίτης [aŋgaθítis] ο, region.
  • edible mushroom Lycoperdon growing at the roots of thorn (syn αγκαθομανίταρο)

[fr μύκης *ακανθίτης]

αγκαθιώνας [aŋgaθjónas] ο, region.
  • field full of thornbushes (syn αγκαθότοπος)

[fr K ἀκανθεών, 6th c. A.D.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες