Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγαλμα [áγalma] το,
- sculptured or cast image, statue (syn ανδριάντας):
- ~ της Aθηνάς, ~ του Bύρωνος |
- phr στέκει σαν ~ stands speechless |
- η νύφη καμαρώνει ακίνητη σαν ~ |
- αγάλματα ο αμαξάς και ο λακές (Papantoniou) |
- σε δυο πολυθρόνες αντικρυστές κάθουνταν οι δυο αδερφές αμίλητες κι ακίνητες σαν αγάλματα (Moatsou-V) |
- {οι σκοποί} στέκουν στην άκρη των αποκρήμνων βράχων ακίνητοι σαν αγάλματα (MManiatop) |
- poem στέκομαι καθώς στέκονται τ' αγάλματα | στους κήπους και στις πλατείες (SVavouris)
- ⓐ model of beauty:
- αυτή έγινε ~ (through cosmetics)
- ⓑ graceful symbol:
- {ο Bινύ} έστησε το ~ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Palam)
[fr K ← AG ἄγαλμα]
- sculptured or cast image, statue (syn ανδριάντας):
- αγαλματάκι [aγalmatáci] το,
- statuette (syn μικρό άγαλμα, αγαλμάτιο):
- κομψά αγαλματάκια |
- μικρά πώρινα αγαλματάκια |
- μπρούτζινο or χάλκινο ~ |
- ένα κούφιο γύψινο ~ |
- ~ του Aπόλλωνα (L Aπόλλωνος), ~ της Aφροδίτης |
- ο εργάτης πήρε στα χέρια του ευλαβητικά το ~ σα να ήταν κόνισμα χριστιανικό (Palam) |
- είχε... κ' ένα σωματάκι... λεπτό και κανονικότατο σαν ~ (Xenop) |
- το βρεμένο μαγιό έχει κολλήσει πάνω στο ψημένο της κορμί, γυαλιστερό σα χάλκινο ~ (KPolitis) |
- poem λάδι στην κόμη | στεφανωμένη με σκοινί, | ίσως και άλλα αρώματα |...| κι αγαλματάκια στα δάχτυλα | προσφέροντας μικρούς μαστούς (Seferis) |
- πουλιά στους ώμους της κι αγαλματάκια από ήσκιο (NPappas)
[der of άγαλμα; cf αγαλμάτιο]
- statuette (syn μικρό άγαλμα, αγαλμάτιο):
- αγαλματένιος, -α, -ο [aγalmaténjos]
- being like a statue, as beautiful as a statue, statuesque (syn χυτός):
- αγαλματένιο κορμί |
- ~ άντρας |
- αγαλματένια καλλονή |
- αγαλματένια εμφάνιση |
- τα φάσκελα δε μπορούνε σε τίποτε να παραβγούν μπροστά στην υψηλή γαλήνη του έντον' ασάλευτου και σαν αγαλματένιου προσώπου που διαλαλεί ό,τι πιστεύει πως είναι η αλήθεια (Palam) |
- τ' αγαλματένια βουνά (id.) |
- η αγαλματένια τελειότη του κορμού της φάνταζε με μια φορεσιά από φραουλί μεταξωτό (Xenop) |
- τι θαυμάσιο σωματάκι!... αληθινά αγαλματένιο (id.) |
- poem όσο που νέα ζωντάνεψαν αγαλματένια κρίνα στου διαλεχτού το λογισμό, στους κήπους των σοφών (Palam) |
- αγαλματένια η Hθική (Sikel) |
- αναθεωρώντας | τους ώμους του τους λαξευτούς, το αγαλματένιο αστήθι, | τη λυγερή τη μέση του (Skipis)
[der of άγαλμα w. suff-ένιος]
- being like a statue, as beautiful as a statue, statuesque (syn χυτός):
- αγαλματίδιο [aγalmatí∂io] το, (L)
- little sculpture, statuette (syn αγαλματάκι):
- χάλκινα αγαλματίδια |
- μερικά μικρά αγαλματίδια της θεάς βρίσκονται στο Mουσείο
[der of άγαλμα]
- little sculpture, statuette (syn αγαλματάκι):
- αγαλμάτινος, -η, -ο [aγalmátinos] (L)
- statue-like, statuesque (syn αγαλματένιος):
- αγαλμάτινο κορμί (Theotokas) |
- τα αγαλμάτινα ομοιώματα των θεών (Thrylos) |
- Aσκληπιός όρθιος σε αγαλμάτινη στάση (SKarouzou) |
- παρασταίνεται σε αγαλμάτινο αφηρωισμό στη στάση γνωστού γλύπτη της εποχής (id.) |
- poem Yβόννη, με τ' απλό, γλυκύτατο όνομα | και τ' άσπρα, τ' αγαλμάτινα τα πόδια (KEmmanouil).
- statue-like, statuesque (syn αγαλματένιος):
- αγαλμάτιο [aγalmátio] το, (L)
- statuette (syn αγαλματάκι):
- χάλκινο ~ σφαιριστή (Tsiantas) |
- τα πιο ζωντανά χάλκινα αγαλμάτια οπλιτών έρχονται από λακωνικά εργαστήρια (SKarouzou) |
- ~ Kόρης του τύπου της Aκρόπολης (id.) |
- ~ ανδρικής μορφής σε θρόνο (ASakellariou)
[fr AG ἀγαλμάτιον]
- statuette (syn αγαλματάκι):
- αγαλματοποιία [aγalmatopiía] η, (L)
- statuary:
- περίφημοι θαλασσινοί (αμφίβιοι) και περίφημοι τεχνίτες, μάλιστα στην ~και στο δούλεμα του μετάλλου (ChKarouzos).
- statuary:
- αγαλματοποιός [aγalmatopiós] ο, η, (L)
- sculptor (syn γλύπτης αγαλμάτων, ανδριαντοποιός):
- η νέα Eλλάδα βγήκε από τα σπλάχνα του (i.e. του ρομαντισμού), καθώς βγήκεν η εικόνα της από τη σμίλη του περίφημου της εποχής εκείνης αγαλματοποιού, του Δαβίδ Nτανζέρ (Palam)
[fr AG ἀγαλματοποιός]
- sculptor (syn γλύπτης αγαλμάτων, ανδριαντοποιός):
- αγαλματώδης, -ης, -ες [aγalmató∂is]
- statue-like, statuesque, beautiful like a statue:
- παίρνει στάση αγαλματώδη |
- ~ αναγλυφικότητα very high relief |
- υπάρχουν... ωραιότερα πράγματα και απ' αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους (AEmpeirikos).
- statue-like, statuesque, beautiful like a statue: