Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
58 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άρμα1 [árma] η,
- coat of arms (syn L οικόσημο):
- στην όψη του προγονικού του σκουταριού ξεθώριαζεν από χρόνια η ~
[fr postmed (Somavera), MG άρμα ← It arma]
- coat of arms (syn L οικόσημο):
- άρμα2 [árma] η, naut
- masts, sails, and rigging (syn αρματωσιά 2b, άρμενο 1, L εξάρτυση, ξάρτια):
- τα μικρά άρμενα σύμφωνα με την ~
[fr Ven arma 'id.']
- masts, sails, and rigging (syn αρματωσιά 2b, άρμενο 1, L εξάρτυση, ξάρτια):
- άρμα3 [árma] το, gen άρματος, pl άρματα, (L)
- ① hist chariot:
- τέθριππο, χρυσό ~ |
- το ~ του ήλιου |
- τα άλογα είναι μόνο για να σέρνουν το ~ την ώρα της μάχης (Kakridis) |
- δίνει στον ηνίοχο του άρματος μια φούχτα νομίσματα (Melas) |
- poem .. διαβαίνουν και θερίζουν | χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα (Seferis)
- ⓐ fig wagon, bandwagon:
- η θέση του Π. ήταν να προσδέσει τη χώρα στο ~ |
- θα 'βαζε τη δεμένη ακόμα στο ~ του Bαλαωρίτη ποίηση της Nέας Σχολής στον αληθινό της δρόμο (Valetas)
- ② cart or platform used in processions or parades, float:
- ακολουθεί το ~
- ③ milit armored vehicle moving on caterpillar tracks, tank (syn τανκ):
- ~ |
- ~ εκκαθαρίσεως ναρκών |
- αμφίβιο, βαρύ, πυραυλοβόλο, φλογοβόλο ~ |
- οι Έλληνες δεν έχουν όρεξη να πολεμήσουν, δεν έχουν άρματα ούτε αξιόμαχα αεροπλάνα (Tsirplanlis) |
- αποχαιρέτησε το σύνταγμα αρμάτων και έπαψε να είναι ανθυπίλαρχος (AKotzias)
[fr kath άρμα ← PatrG ← K (also pap), AG ἃρμα]
- ① hist chariot:
- άρμα4 [árma] το, (& region. άρματο) usu pl άρματα τα,
- ① weapon, arms (syn όπλο):
- σηκώνω τ' άρματα (εναντίον του) take up arms (against him) |
- στ' άρματα! to arms! |
- βάζω (or ρίχνω) κάτω τ' άρματα ground arms (in submission) |
- παραδίνω τα άρματα fig phr surrender, give up (syn phr παραδίνω τα όπλα) |
- τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια (Makryg) |
- μα εκείνος ένα ~ |
- τ' άρματό μου μου 'χε φύγει, καθώς έπεφτα (Theotokis) |
- τα γράμματα στάθηκαν τα πιο κατάλληλα άρματα στα χέρια των λογίων (Sachinis) |
- poem .. μας χρειάζεται μια θάλασσα παράδες, | χρήμα πολύ για βόλια, γι' άρματα, για οργάνωση (Rotas)
- ② ornaments, jewelry, finery (syn αρματωσιά 3, στολίδια):
- folks. κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλη τ' άρματά σου, | στη Bενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου (DPetrop) |
- μια παπαδιά στολίζεται και βάνει τ' άρματά της, | βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι (Theros)
[fr postmed, MG άρμα ← PatrG ἄρμα ← Lat arma 'id.']
- ① weapon, arms (syn όπλο):
- αρμαγεδόνας [armaye∂όnas] ο, (& αρμαγεδδών & Aρμαγεδόνας) (L)
- apocalyptic or annihilating war, Armageddon:
- poem ο αναμενόμενος είναι η αρά των αιώνων, | ο κονιορτός αρμαγεδόνων (Vogiatzoglou)
- ⓐ generally great or murderous war, carnage, massacre
[fr kath αρμαγεδδών ← LK (NT, Revel. 16:16) ^Aρμαγεδδών]
- apocalyptic or annihilating war, Armageddon:
- αρμάδα [armá∂a] η, (& αρμάτα)
- ① armada, fleet (syn L στόλος):
- εβγήκε η ~ |
- το 'σκασε η ~ |
- μια μικρή ~ από καΐκια |
- ~ ξένων πλοίων έπλεε στα αμφισβητούμενα νερά |
- δε βλέπει εύκολα κάτω στο γιαλό την ~ του Bενετσάνου (Petsalis) |
- ήταν στα νιάτα του πολεμιστής πάνω σε καράβι της ισπανικής αρμάδας (Kanellop) |
- έτσι ξεκινούν οι αρμάδες να σκίσουν τον ωκεανό και βουλιάζουν σε μια σπιτήσια σκάφη; (Kazantz) |
- όταν ήρθε το Eικοσιένα, έδωσε τρία πιθάρια κολονάτα για την αρμάτα (KRados) |
- poem πέρα αρμενίζει ολάστραφτη μια στοιχειωμένη ~
- ⓐ specif the fleet of the Ottoman Empire:
- folks. κι όσ' είσθε στην ~, σαν άξια παιδιά, | ο νόμος σας προστάζει να βάλετε φωτιά (Fauriel) |
- να 'ταν δυο σαν το Mιαούλη, | καίγαν την ~ ούλη (Theros) |
- σημάδια έδειξ' ουρανός, η αρμάτα κατεβαίνει | με ξηνταπέντε κάτεργα, με ξηνταδυό φεργάτες (DPetrop)
- ② large military force, armada:
- αεροπορική ~ |
- η ~ των τεθωρακισμένων |
- ~ τανκς και αεροπλάνων |
- ανέβαινε την άλλη πλαγιά του βουνού με την ~ του κι αυτός, πέντε γιους όλους γινωμένους για τ' άρματα (Prevelakis) |
- folks. στεριά παλεύει ο Aλήμπεης μ' αρμάτα του πελάγου (NPolitis)
[fr postmed, MG αρμάδα ← Ven armada ← It armata]
- ① armada, fleet (syn L στόλος):
- αρμαδίλλος [arma∂ílos] ο, zoo
- burrowing mammal of the family Dasypodidae having a body covered by small bony plates, armadillo, Dasypus (syn τατού, kath δασύπους)
[fr Span & It armadillo]
- αρμαδόρος [arma∂όros] ο, (& αρματόρος) naut
- ① sail maker:
- γάντζος του αρμαδόρου sail hook
- ② ship owner (syn L εφοπλιστής):
- μάθαινε τι φορτώνανε, πού σκαλώνανε, σα να 'τανε πράχτορας του αρματόρου ή της κομπανίας (Bastias)
[fr Ven armadόr ← It armatore]
- ① sail maker:
- αρμαδούρα [arma∂ura] η, naut
- thole hole, rack (syn L σκαλμοδόκη) [fr Ven armadura 'rigging'; cf MG (pap) αρματούρα]. S. αρματούρα.
- αρμάθα [armáθa] η,
- ① string, bunch, chain (syn αρμάθι 1, αρμαθιά 1):
- μια ~ |
- βαρέλια τα φλουριά, αρμάθες τα κολονάτα, στέρνες αστέρευτες τα δουβλόνια κλ (Karkavitsas) |
- φρόντισε να στείλει τη μια ~ των ψαριών στο σπίτι του (Drosinis) |
- στο γραφικό χαγιάτι ήταν κρεμασμένες αρμάθες κυδώνια και ρόδια (Ouranis) |
- το άχυρο είναι θερισμένο και κρεμασμένο σε μακριές αρμάθες, για να ξεραθεί (Athanasiadis-N) |
- poem .. αράδιαζε τρεις τέσσερις αρμάθες | τραγούδια αδιάκοπα ο χορός (Stavrou Ar)
- ② in adv function in bunches, in rows, row upon row (syn αρμάθι 2, αρμαθιά 2):
- poem στο έμπα του ο γιος ~ |
- περνάει κ' ένας φυγόδικος με τα φισέκια αρμάθες (Athanas)
[der of αρμάθι]
- ① string, bunch, chain (syn αρμάθι 1, αρμαθιά 1):