Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ατζέμικος, -η, -ο"
1 εγγραφή
ατζέμικος, -η, -ο [adzémikos]
  • made in Persia, Persian (syn περσικός):
    • poem κούφια στ' ατζέμικα χαλιά φεύγει η φαρδιά του φτέρνα, | γιατ' ήρθε η ώρα του λουτρού κλ (Bekes)

[der of Ατζέμης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες