Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατζέμικος, -η, -ο [adzémikos]
- made in Persia, Persian (syn περσικός):
- poem κούφια στ' ατζέμικα χαλιά φεύγει η φαρδιά του φτέρνα, | γιατ' ήρθε η ώρα του λουτρού κλ (Bekes)
[der of Ατζέμης]
- made in Persia, Persian (syn περσικός):