Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπραγος2, -η, -ο [ápraγos]
- ① inexperienced, unskilled, unskilful, unpracticed, novice (syn αμάθητος 2, άμαθος 2, άπειρος1 1, άπρακτος 3, ατζαμής, άτριφτος):
- οι Πελοποννήσιοι και οι άλλοι ήταν άμαθοι και άπραγοι στα πολιτικά (Makryg) |
- αρχίζοντας να μιλάει κάνει πάλι τον αρχάριο, τον άπραγο στην τέχνη του λόγου (Fteris) |
- ο A. αφαίρεσε τα όπλα από τέσσερα παιδιά .. που τα είδε άπραγα στο σημάδεμα (ChZalokostas) |
- δεν είμαι τόσο άπραγη από πόλεμο, ώστε να μην ξέρω τι σημαίνει αυτή η προδοσία (Roussos) |
- poem αλφάδι μου καλό, συχώρα τον, το χέρι του άπραγο 'ναι, | μα θα μεστώσει γρήγορα .. (Kazantz Od 19.598)
- ⓐ inexperienced, innocent, naive (syn άβγαλτος, άμαθος 2b):
- είναι ~ άνθρωπος και θα του καταφέρουν καμιά δουλειά |
- όσο άπραγη κι αν ήταν η Φ., όμως ήξερε πως η αγάπη δεν έχει κυβερνήτρα τη θέληση (Xenop) |
- η μικρή Nόρα που όλοι τη θεωρούν ένα άπραγο παιδί, κατόρθωσε μόνη της να σώσει τον άντρα της (Thrylos) |
- ο κόσμος πολύ τους αγάπησε αυτούς τους άπραγους και καλοσυνάτους ανθρώπους (Panagiotop) |
- η ζωή της Aθήνας είναι απατηλή, πίσω από την ευχάριστη προσωπίδα της κρύβονται χίλιοι κίνδυνοι για τους άπραγους εφήβους (Karagatsis) |
- poem ψάχνεις ποιος πολίτης είναι πλούσιος, μαλακός, αρνί, | .. κι όταν βρεις κάνα χαζό | κι άπραγο, τον φέρνεις κάτω .. (Stavrou Ar) |
- μα έχω τη χάρη να σκιρτά σαν άπραγη η καρδιά μου | και να γελώ απονήρευτος .. (MZotos)
- ② inert, idle, slothful, indolent (syn αδρανής 2, άπρακτος 2, νωθρός, οκνός):
- μην κάθεσαι ~ κ' είναι κακό πράμα |
- κάνε γρήγορα τη δουλειά σου, άπραγε άνθρωπε |
- θαρείτε κιόλα, πως έτσι ήμουνα πάντα, ένας κυρ-Aντρέας αχαΐρευτος, κακογερασμένο γεροντοπαλλήκαρο, άνθρωπος ~ (Myriv) |
- o Kινέζος, δεν είναι ~, αλλά δουλεύει την ιστορική του μοίρα και εμποδίζει τους άλλους να του την καταπατήσουν (Theodorakop) |
- οι βουτηχτάδες μέναν άπραγοι· στρογγυλοκαθισμένοι στην πλώρη, παίρνανε τώρα τον καφέ, ώσπου νά 'ρθει η ώρα για το φαΐ (Zappas) |
- δειλινό Kυριακής, αυτή η φοβερή, η σερνάμενη ώρα, μέσα στο σπίτι, η άρρωστη ώρα, η άπραγη που σπάει τα νεύρα (Panagiotop) |
- poem έργα δεν έχω, τίποτε | που αξίζει να σας φέρω· | κρύος, ~ δεν ξέρω | παρά να τραγουδώ (Palam) |
- .. ακουμπισμένοι στ' άπραγο το δόρυ | με δακρυσμένα ανάβλεπαν τα μάτια | το πέλαο .. (Sikel)
- ⓑ lacking in energy or will, passive, inactive (syn παθητικός):
- οι γέροι του, που κι αυτοί από τη δυστυχία είχαν καταντήσει άπραγοι και δειλοί (Xenop) |
- το κρύο έτσουζε .. περασμένα μεσάνυχτα, κι αυτός στεκότανε ~ μπροστά στην καγκελένια πόρτα του περιβολιού του (KPolitis) |
- η Hώ ήταν καθισμένη με το κεφάλι σκυφτό, με τα χέρια άπραγα πάνω στα γόνατά της, αμίλητη (DOikonomidis) |
- μονάχα ο Ψ. απόμεινε, πρώτη φορά ~, αμήχανος και φρικτά κουρασμένος (Chatzianagnostou) |
- poem μην πάρεις τη ματιά σου | απ' τη σκιά, | που έμεινε βουβή, | θλιμμένη κι άπραγη | πλάι στο κόκκινο φανάρι (Zervanos)
- ③ empty-handed, unsuccessful (syn άπρακτος 1):
- μιλάμε ιστορίες και στάσεις στην Προβάτα, που πήγε το απόσπασμα με τον Άγιο Eπιστάτη κ' έφυγε άπραγο (Papantonis) |
- στην Πάτρα βρήκαν αντίλογο από ντόπιους μουδιασμένους στρατιωτικούς που .. τους προέτρεψαν να φύγουν πίσω άπραγοι (ChZalokostas) |
- μ' άδεια τα χέρια γύρισα στο μώλο, ~ (Zappas)
- ④ lacking social cultivation or graces, unrefined, crude (syn άξεστος2 2):
- καλός άνθρωπος, μα είναι λίγο ~ |
- δεν ξέρει να φερθεί, είναι ~ άνθρωπος
[fr postmed, MG ← PatrG ἄπραγος 'futile, ineffective' (Symmachus, Interpr. VT, Judges, 9.4, 2nd-3rd c. AD) ← K]
- ① inexperienced, unskilled, unskilful, unpracticed, novice (syn αμάθητος 2, άμαθος 2, άπειρος1 1, άπρακτος 3, ατζαμής, άτριφτος):