Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξυρισία [aksirisía] η, (αξουρισία, αξυρισιά & αξουρισιά)
- the state of being unshaven for long, scrubby beard:
- τι αξυρισιά είν' αυτή! what an unshaven mess! |
- από την αξυρισιά ξεχωρίζαμε τους εργάτες μας |
- ορισμένες λαϊκές μορφές των εικόνων του Γκόγια |
- μορφές κτηνώδεις, .. με το πρόσωπο μαύρο από την ~ (Ouranis) |
- πρόσωπα μαύρα από την ~ μάς κοιτάζουν να περνάμε (id.)
[fr kath αξυρισία (Koumanoudis), while form αξουρισιά is postmed (Somavera), the formation based on K ξύρησις 'shaving']
- the state of being unshaven for long, scrubby beard:
- άτριφτος, -η, -ο [átriftos] (& άτριβος)
- ① not rubbed or massaged (ant τριμμένος):
- άτριφτο κορμί, πόδι, χέρι
- ⓐ not cleaned or polished by rubbing or scrubbing:
- άτριφτοι τεντζερέδες |
- άτριφτο καζάνι |
- άτριφτα ασημικά
- ⓑ not pounded, ground, or pulverized (syn ακοπάνιστος 1, ant τριμμένος):
- άτριφτη κανέλλα |
- άτριφτο αλάτι (syn χοντρό αλάτι)
- ② not worn or destroyed by use, unworn (ant τριμμένος):
- άτριφτο παλτό, πανταλόνι, φόρεμα
- ⓒ not well-trodden, unused (syn in ατρίβητος):
- άτριφτο μονοπάτι |
- poem κι άτριφτες στράτες χάραξε, αδερφέ, να ξεκινήσει η πράξη (Kazantz Od 8.738)
- ③ fig not overused or overworked, fresh (ant L τετριμμένος):
- στην αρχαϊκή εποχή .. η λέξη, άτριφτη ακόμη, είναι το ταιριαστό ντύμα ενός συγκεκριμένου ψυχικοπνευματικού γεγονότος (Karouzos) |
- τη χαρακτήριζε .. ένας πλούτος από νεοκομμένες και άτριφτες εικόνες (LPolitis) |
- η γλώσσα του [αφηγητή] είναι ζουμερή και άτριφτη σαν του ξωμάχου (Prevelakis)
- ④ inexperienced, unskilled, unpracticed (syn αμάθητος 2, άπειρος1 1, άπραγος2 1)
[fr postmed (Somavera) άτριφτος bes άτριβος ← K (also pap), AG ἄτριπτος]
- ① not rubbed or massaged (ant τριμμένος):