Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "δόμα"
δόμα το· δόμαν.
– Βλ. και δόσμα.
  • Δώρο, χάρισμα, δωρεά:
    • Περί του δόματος τό ημπορεί ο πατήρ ή η μήτηρ να αφήσουν των παιδιών τους (Ασσίζ. 1617
    • έκφρ. νέον δόμα, βλ. νέος Εκφρ. 2.

[αρχ. ουσ. δόμα. Η λ. και ο τ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες