Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "γιαμιά" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιαμιά, επίρρ.· γιαμία· γιαμίαν· γιαμιάν· ογιαμιά.
-
- Διαμιάς, αμέσως:
- εκείνο απού χτίζω χαλώ γιαμιά (Πανώρ. Α´ 214)·
- να μη γυρίσει η τύχη μου κι όλα γιαμιά τα χάσω (Ερωφ. Β´ 332).
[<συνεκφ. διά μίαν, διά μιαν, για μια· βλ. και διαμιάς. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Διαμιάς, αμέσως: