Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "απαλαίνω" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαλαίνω· απαλύνω· ’παλύνω.
-
- Α´ (Mτβ.) κάνω κ. απαλό, μαλακό·
- (προκ. για συναίσθημα) μετριάζω την ένταση:
- την οργήν του ουρανού μερώνει κι απαλαίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1138])·
- (προκ. για ψυχική διάθεση):
- την όρεξή της τη σκληρή λιγάκι ν’ απαλύνει (Kατζ. B´ 396).
- (προκ. για συναίσθημα) μετριάζω την ένταση:
- Β´ (Aμτβ.) χάνω από την έντασή μου, γίνομαι ήπιος:
- το δυνατό απαλαίνει, όλα μερώνουν (Eρωτόκρ. Δ´ 167)·
- (προκ. για ψυχική διάθεση):
- μπορεί να τσ’ απαλύνει η όρεξη και προς εσέ να κάμει ελεημοσύνη (Πανώρ. A´ 141).
[<αρχ. απαλύνω (και σήμ.). H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Α´ (Mτβ.) κάνω κ. απαλό, μαλακό·