Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "όρνεον" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όρνεον το· όρνεγιο· όρνιο· όρνιον.
-
- 1) Πτηνό, πουλί (γενικά):
- (Λίβ. Esc. 2710), (Διγ. Esc. 1513)·
- (σε μεταφ.):
- ο ρήγας μας, … ο ποίος είναι έναν όρνεον και εμείς τα πτερά του (Μαχ. 23423).
- 2)
- α) Αρπακτικό σαρκοφάγο πουλί, όρνιο:
- σκοτώνουν και αφήνουν σε και τρώγουν σε τα όρνεα (Διήγ. παιδ. 234· Ιστ. Βλαχ. 314)·
- (σε μεταφ.):
- Απήτις το κακό θεριό, τ’ όρνιο (ενν. η άλλοτε σκληρή γυναίκα), πουλίν εφάνη (Φαλιέρ., Ιστ. 63 (έκδ. ωριό· διόρθ. Αλεξίου.)).
- β) αρπακτικό πουλί γυμνασμένο για κυνήγι:
- Περί των γερακιών … και πάντων των ορνέων τά … ένι συνηθισμένοι να αναγιώσουν διά να κυνηγούν (Ασσίζ. 2009).
- α) Αρπακτικό σαρκοφάγο πουλί, όρνιο:
- 3) Πετεινός:
- εκίνησαν … αφού το όρνεον έκραξε εκ το κατουνοτόπιν (Αχιλλ. (Smith) N 476).
[αρχ. ουσ. όρνεον. Ο τ. όρνιο στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. όρνιον στο Somav. Τ. όρνον σήμ. ποντ.]
- 1) Πτηνό, πουλί (γενικά):