Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "μουντζώνω" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουντζώνω· μοντζώνω· μουζώνω· μουτζώνω.
-
- I. Ενεργ.
- α) αλείφω το πρόσωπο κάπ. με καπνιά ή ακαθαρσίες για τιμωρία και διαπόμπευση· εξευτελίζω:
- μούτζωσέ τον … και πόμπεψέ τον (Νομοκριτ. 73)·
- βλασφημούσι … αναθεματίζουσι και μουζώνουσι (Νομοκ. 38711)·
- β) προσβάλλω, ντροπιάζω κάπ., προκαλώ όνειδος σε κάπ. με τις πράξεις μου:
- γελού οι χριστιανοί και αυτείνη τού μοντζώνει (ενν. του άντρα της) (Σπαν. (Ζώρ.) V 643)·
- (εδώ πιθ. με υβριστ. χειρονομία):
- Μήνα εμούτζωσες ιερέα ή έβρισες αυτόν; (Μαλαξός, Νομοκ. 412)·
- γ) (υβριστ.):
- μουντζωμένη σου εορτή (Σπανός B 170).
- α) αλείφω το πρόσωπο κάπ. με καπνιά ή ακαθαρσίες για τιμωρία και διαπόμπευση· εξευτελίζω:
- II. (Μέσ.) αλείφω το πρόσωπό μου με καπνιά, στάχτη, μουτζουρώνομαι:
- (Μαχ. 4008).
[<ουσ. μούντζα + κατάλ. ‑ώνω. Ο τ. μουζ‑ στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.· τ. μουζώννω κυπρ. Ο τ. μουτζ‑ (Du Cange, μουτζούν) και η λ. (Somav.) και σήμ.]
- I. Ενεργ.